Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Ημερίδα για θέματα Εκκλησίας και ΜΜΕ



Πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016, στο Πνευματικό Κέντρο του Καθεδρικού Ναού Αγίας Σοφίας Ξάνθης, η πρώτη ενημερωτική Ημερίδα για τους Υπευθύνους των Γραφείων Τύπου και άλλων προσώπων που ασχολούνται με την επικοινωνία των Ιερών Μητροπόλεων, για τα στελέχη των Ιερών Μητροπόλεων Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, σε υλοποίηση σχετικής αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Συνεδρίας της 2ας Ιουνίου 2016 όπως διοργανωθούν Ημερίδες με την φροντίδα της Συνοδικής Επιτροπής Τύπου, Δημοσίων Σχέσεων και Διαφωτίσεως για τα ειδικά στελέχη των ανά Περιφέρεια Ιερών Μητροπόλεων.
Την οργάνωση και φιλοξενία της Ημερίδας ανέλαβε η Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Περιθεωρίου. Στην Ημερίδα παρέστησαν οι Σεβ. Μητροπολίτες Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμος, Μέλος της Σ.Ε. επί του Τύπου και Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Παντελεήμων.
Μετά την εναρκτήρια προσευχή, ο φιλοξενήσας την Ημερίδα Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθεωρίου κ. Παντελεήμων, Πρόεδρος της Σ.Ε. επί του Τύπου, των Δημοσίων Σχέσεων και της Διαφωτίσεως, μετέφερε τις ευχές του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου για επιτυχία της Ημερίδας και αφού καλοσώρισε τους κληρικούς και λαϊκούς εκπροσώπους των Ιερών Μητροπόλεων, μεταξύ των άλλων τόνισε: «Όλοι μας χρειαζόμαστε γενικές κατευθύνσεις και ειδικές συμβουλές για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να απευθυνόμαστε προς τον έντυπο αλλά και ηλεκτρονικό Τύπο και προς τα λοιπά Μ.Μ.Ε., καθώς και για τα κριτήρια εκείνα, τα οποία διέπουν την παρουσία μας στον παράλληλο ψηφιακό κόσμο, που πλέον αποτελεί ενδεχομένως τον πλέον πρόσφορο χώρο για ενημέρωση, ο οποίος όμως δεν είναι άμοιρος ετεροδιδασκαλιών και ποικιλόμορφων παγίδων, που μπορεί να αποτελούν απειλή για την μαρτυρία της Εκκλησίας προς τον κόσμο».
Ακολούθως ο Γραμματεύς της Σ.Ε. Αρχιμ. Διονύσιος Χατζηαντωνίου αναφέρθηκε περιληπτικά στις αποφάσεις της Δ.Ι.Σ. για έγκριση του Σχεδίου Σύστασης και Λειτουργίας Γραφείων Τύπου Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος καθώς και της διοργάνωσης Ημερίδων, ανά Περιφέρεια, προς ενημέρωση των στελεχών που ασχολούνται με την επικοινωνία επί τη βάσει του ως άνω Σχεδίου.
Στη συνέχεια ο πρώτος εισηγητής, ελλογιμώτατος κ. Αλέξανδρος Κατσιάρας, Ειδικός Επιστημονικός Σύμβουλος Επικοινωνίας, Ενημερώσεως και Παιδείας της Ιεράς Συνόδου, Διευθυντής του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Εκκλησίας και Μέλος της Σ.Ε. επί του Τύπου, ανέπτυξε το θέμα: «Μ.Μ.Ε. και Εκκλησία». Ο κ. Κατσιάρας στην εισήγησή του απέβλεψε στον  προσδιορισμό της ταυτότητας της Εκκλησίας, των Μ.Μ.Ε. και την μεταξύ τους σχέση.
Μετά το διάλειμμα έλαβε τον λόγο ο δεύτερος εισηγητής, ελλογιμώτατος κ. Μάριος Κουκουνάρας – Λιάγκης, Λέκτωρ της Διδακτικής των Θρησκευτικών του Τμήματος Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Μέλος της Σ.Ε. επί του Τύπου, και εισηγήθηκε το θέμα: «Εργαστηριακό Σεμινάριο: Τα θεολογικά κριτήρια στην επικοινωνία της Εκκλησίας μέσα από τα Μ.Μ.Ε.». Ο κ. Κουκουνάρας – Λιάγκης μετά από τα εισαγωγικά, χώρισε σε ομάδες τους εκπροσώπους των Ιερών Μητροπόλεων, οι οποίοι συζήτησαν και αξιολόγησαν εμπειρικά τους τρόπους επικοινωνίας της Εκκλησίας με τα Μ.Μ.Ε.
Μετά το πέρας της κάθε Εισηγήσεως επακολούθησε συζήτηση μεταξύ των Εισηγητών και των Εκπροσώπων των Ιερών Μητροπόλεων.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Ένας δάσκαλος φέρνει την άνοιξη: Δεν θ’ άξιζε ένα φωτοστέφανο για τους υπηρέτες της Παιδείας;



Της Άλκης Ζέη

Όταν ήμουνα μικρή, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, τα σχολεία άνοιγαν την πρώτη Οκτωβρίου. Τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη που γυρίζαμε από την εξοχή περίμενα με ανυπομονησία ν’ αρχίσει το σχολείο. Το αγαπούσα πολύ.
Η μυρωδιά των καινούργιων βιβλίων, η διαδικασία του ντυσίματος με μπλε κόλλα και η άσπρη ετικέτα που κολλούσαμε για να γράψουμε όσο πιο καλλιγραφικά μπορούσαμε τον τίτλο του βιβλίου και το όνομά μας. Θυμάμαι με τι καμάρι έγραφα… Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου Ανάβασις, της μαθητρίας Α΄ γυμνασίου Άλκης Ζέη. Δεν το πίστευα πως θα πήγαινα στο γυμνάσιο. Άσε που νόμιζα πως ο Κοσμάς και Δαμιανός είχανε γράψει την Κύρου Ανάβαση!
Στο γυμνάσιο! Ένιωθα μεγάλη πιά. Η αδελφή μου που ήδη πήγαινε στο γυμνάσιο, μου έλεγε με πολλή περηφάνεια πως είχανε πολλούς καθηγητές, έναν για κάθε μάθημα κι όχι μια δασκάλα για όλα όπως στο δημοτικό.
Εκεί, στην πρώτη γυμνασίου εκτός από τα τόσα θαυμαστά που συνέβαιναν γνώρισα και τη Ζώρζ Σαρή που γίναμε φίλες για μια ολόκληρη ζωή.
Το ίδιο το σχολείο που πήγαινα δεν το αγαπούσα. Η διευθύντρια ήτανε θαυμάστρια του Μεταξά και σε όλες τις τάξεις πλάι στον Χριστό κρεμόταν μια μεγάλη φωτογραφία του, που μας κοίταζε με γουρλωμένα μάτια μέσα από τα τεράστια γυαλιά του. Όμως, μαζί με τη Ζωρζ κι άλλα τρία κορίτσια είχαμε κάνει μια τόσο στενή παρέα που τίποτε δεν μπορούσε να τη διαλύσει. Ούτε καν ότι η Ζωρζ αγαπούσε τον Μεταξά γιατί της άρεσε η στολή νεολαίας και τα χρυσά αστέρια που της είχανε κολλήσει στους ώμους. Ήτανε πολύ όμορφη η Ζωρζ, είχε μια δυνατή φωνή και πολύ θάρρος. Έπαιρνε μέρος σε όλες τις γιορτές του σχολείου και πότε παρίστανε τον Ρήγα Φερραίο και πότε τον Ερμή. Με προστάτευε από τα μαλώματα της διευθύντριας επειδή στις εκθέσεις έγραφα τα δικά μου κι όχι τις τυποποιημένες φράσεις που μας έλεγε εκείνη σχετικά με την αποταμίευση και την αστυφιλία και άλλα τέτοια συγκλονιστικά.
Μια μικρή παρένθεση. Στην κατοχή η Ζωρζ ξέχασε τα χρυσά αστέρια, τον Μεταξά και τους βασιλιάδες και ήμασταν μαζί στην Αντίσταση.
Είχαμε δύο καθηγήτριες, μια στα Αρχαία και μια στα Νέα Ελληνικά, που τις λατρεύαμε κι εύρισκαν τον μπελά τους από τη διευθύντρια γιατί μας φέρονταν φιλικά και δεν μας κρατούσαν σε απόσταση. Ώσπου τη μια, την πιο νέα, την έδιωξε γιατί μας υπερασπίστηκε όταν εκείνη μας κατσάδιασε άδικα. Παρ’ όλα αυτά το αγαπούσαμε το σχολείο επειδή η φιλία μας ήταν τόσο δυνατή που δεν την αλλάζαμε με τίποτα.
Όταν οι γονείς μας, που ήταν πολύ δημοκρατικοί, θέλησαν να μας αλλάξουν σχολείο και σε μια διαφωνία με τη διευθύντρια μάς πήραν στη μέση της χρονιάς για να πάμε στη σχολή Αηδονοπούλου που για κείνα τα χρόνια ήταν -μα ακόμα και για σήμερα μπορούσε να είναι – ένα προοδευτικό, ελεύθερο σχολείο.
Η απελπισία μου δεν περιγράφεται. Είπα πως άρχιζε η πιο δυστυχισμένη μέρα της ζωής μου. Άφηνα τις φίλες μου που για μένα, ακόμα και τώρα, η φιλία είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στη ζωή μου.
Πήγα με κατεβασμένα μούτρα, το σχολείο όμως εκείνο δεν ήθελε κανένα παιδί που να μην χαμογελάει. Σ’ έσπρωχναν να κάνεις κάτι που αγαπούσες, να ζωγραφίσεις, να παίξεις θέατρο, κουκλοθέατρο, να γράψεις. Εκεί έμαθα πως μ’αρέσει να γράφω. Την πρώτη έκθεση που έγραψα χωρίς τον φόβο της διευθύντριας του άλλου σχολείου την δημοσίευσαν στο περιοδικό του σχολείου. Κι ύστερα, μια επιτροπή από τις μεγάλες μαθήτριες που έβγαζαν μια φορά τη βδομάδα την εφημερίδα του τοίχου- την κολλούσαν στον τοίχο στους διαδρόμους του σχολείου-, μου ανέθεσαν να γράψω το χρονογράφημα γιατί βρήκαν από την πρώτη εκείνη έκθεση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό πως είχα χιούμορ. Έγραψα το πρώτο χρονογράφημα κι από τότε το έγραφα σχεδόν κάθε βδομάδα ώσπου τελείωσα το σχολείο. Δεν ξέρω αν θα γινόμουν συγγραφέας, αν δεν είχα αλλάξει σχολείο.
Έκανα καινούριες φίλες χωρίς όμως να ξεχάσω τις παλιές που κάθε μεσημέρι όταν σχολούσαμε με περίμεναν στη γωνιά ενός δρόμου ν’αγκαλιαστούμε και να πούμε τα νέα μας.
Ήρθε ο πόλεμος. Ήτανε μια Δευτέρα και η πιο μεγάλη μου λύπη ήτανε ότι έκλεισε το σχολείο. Κι αργότερα, στην κατοχή, το σχολείο ήτανε σαν ένας φωτεινός φάρος μέσα στη μαυρίλα. Ας συναντούσαμε στο δρόμο ανθρώπους σωριασμένους κάτω από την πείνα, ας βλέπαμε άλλους να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε, κι ας είχαμε δεί ένα πρωί δυο κρεμασμένους από ένα φανάρι της πλατείας. Μόλις έκλεινε η πόρτα του σχολείου τα ξεχνούσαμε όλα, κι οι δάσκαλοί μας αδυνατισμένοι από την πείνα, με το κολάρο του πουκαμίσου τους να χάσκει στον λαιμό, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεχνάμε τη φρίκη και να έχουμε ενδιαφέρον για τη ζωή.
Παρ’ όλο που το σχολείο μας το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και στριμωχτήκαμε σε ένα άλλο κτήριο τρείς τρείς στα θρανία, τότε κάναμε τις παραστάσεις του κουκλοθέατρου που εγώ έγραφα τα έργα, άλλες έπαιζαν τους ρόλους κι άλλες έφτιαχναν σκηνικά και κοστούμια. Δουλεύαμε με πάθος, τα ξεχνούσαμε όλα. Κι αυτό, το οφείλαμε στην καθηγήτρια των τεχνικών, την Ελένη Περράκη, που κράτησε μετά την κατοχή για ολόκληρα τριάντα χρόνια το κουκλοθέατρο με το όνομα «Μπάρμπα Μητούσης». Τότε που ήταν σχεδόν το μοναδικό θέαμα για παιδιά.
Και δεν ήτανε μόνο αυτή. Ο καθηγητής των αρχαίων ελληνικών ο Μιχάλης Αναστασίου-ξαδελφος του Καζαντζάκη- δεν μας άφηνε μόνο με τα εις μι ρήματα και δυο σελίδες από την Αντιγόνη να μάθουμε απ’ έξω. Μας διάβαζε από μετάφραση όλη την τραγωδία και ξέκλεβε λίγη ώρα πριν χτυπήσει το κουδούνι για να μας διαβάσει τη μεγάλη του αγάπη, τον Πέερ Γκυντ του Ίψεν.
Οι δάσκαλοι, αυτοί είναι το παν για το σχολείο. Τώρα περιμένω με ανυπομονησία να χτυπήσει το πρώτο κουδούνι για ν’ αρχίσω να επισκέπτομαι τα σχολεία, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα, να κουβεντιάσω με τα παιδιά.
Kι όλα αυτά τα χρόνια που πηγαίνω από σχολείο σε σχολείο, κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλα εξαρτώνται από τον δάσκαλο. Είτε το σχολείο βρίσκεται σε μεγάλη πόλη είτε σε μικρή ή και σε χωριό ακόμα, εντυπωσιάζομαι από τα παιδιά που κάνουν τόσα δημιουργικά πράγματα, που ξέρουν να συνομιλούν κι έχουν διαβάσει τόσα βιβλία που απορείς πώς βρίσκουν τον χρόνο. Κι όλα αυτά γιατί υπάρχει ένας δάσκαλος που κλέβει ώρες από μαθήματα και από τη ζωή του για να κάνει τα παιδιά -δύσκολο πράγμα σήμερα -να αγαπήσουν το βιβλίο και να ξεφύγουν από το βαρετό πρόγραμμα του σχολείου .Τους θαυμάζω αυτούς τους δασκάλους. Μέσα στις δύσκολες και άχαρες μέρες που ζούμε, αυτοί είναι μια αχτίδα ελπίδας. Σ΄ένα νησί, είχα επισκεφτεί ένα σχολείο, την έκτη τάξη Δημοτικού. Και τι δεν έκαναν αυτά τα παιδιά. Έπαιζαν σκηνές ολόκληρες από τα βιβλία μου, είχαν γράψει δικές τους σκέψεις, ως και τραγούδια είχαν γράψει σχετικά με τα βιβλία, τα τραγουδούσε μια μικρή χορωδία που μαέστρος ήταν ο δάσκαλος.
Ένας πολύ χαρούμενος δάσκαλος με ολοφάνερη την αγάπη του για τα παιδιά. Πριν αποχαιρετήσω τα παιδιά τα συγχάρηκα για τη δουλειά που είχανε κάνει μα είπα ακόμα πως τους συγχαίρω και για τον εξαίσιο δάσκαλό τους. Τότε σηκώθηκε ένα αγόρι και μου λέει: Μας άξιζε όμως. Όταν βγήκαμε από την τάξη ρώτησα το παιδί. Γιατί είπες πως σας άξιζε ένας τέτοιος δάσκαλος; Και τότε εκείνο, μου διηγήθηκε μια απίστευτη ιστορία. Από την αρχή του χρόνου ως τις γιορτές, είχαν έναν δάσκαλο που φοβόταν τα μικρόβια, δεν άγγιζε την κιμωλία να γράψει στο πίνακα, ούτε τα τετράδιά τους, κι έβαζε τα ίδια τα παιδιά να γυρίζουν τα φύλλα κι αν κάποιο τον άγγιζε κατά λάθος, έβαζε τις φωνές κι έφευγε από την τάξη. Τα παιδιά είχαν πέσει όλα σε κατάθλιψη κι όταν ήρθε ο καινούργιος δάσκαλος, έκανε μέσα σ’ ένα μήνα όλη την τάξη χαρούμενη και τα παιδιά με χαρά έκαναν χίλια δυο πράγματα μαζί του.
Ας αλλάζουν οι υπουργοί Παιδείας, ας αλλάζουν κάθε τόσο τους νόμους. Όταν υπάρχει ένας δάσκαλος με όρεξη και κέφι, τα παιδιά αποκτούν κι’ αυτά όρεξη και κέφι για δουλειά. Είτε σε καινούριο σχολείο βρίσκονται είτε σε λυόμενο ή σε τάξεις με ξεχαρβαλωμένα θρανία. Βλέπεις τα μάτια τους να λάμπουν.
Δεν θ’ άξιζε λοιπόν ένα φωτοστέφανο για τον δάσκαλο; ‘Αραγε θα βρεθεί ποτέ χέρι να του το φορέσει;
H ‘Αλκη Ζέη είναι συγγραφέας για παιδιά και μεγάλους
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ: επιμέλεια Νατάσσα Δομνάκη
Πηγή κειμένου: http://mignatiou.com