Εισήγηση του Ευθύμιου Βασιλειάδη στη Συνάντηση Νέων που διοργάνωσε ο Οργανισμός Νεότητας και Πολιτισμού της Μητρόπολης Ξάνθης στις 30- 31 Οκτωβρίου 2010 στη Σταυρούπολη του Ν. Ξάνθης
Από την άνοιξη ο καθένας μας θυμάται να εμφανίζονται στην τηλεόραση και στις εφημερίδες ειδήσεις ότι η Ελλάδα είναι στα πρόθυρα πτώχευσης, το δημόσιο χρέος της είναι υπέρογκο και ότι αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο σε μια μεγάλη αλυσίδα ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος και το ενδεχόμενο πτώχευσης θα συμπαρασύρει μαζί ενδεχομένως και όλο το σύστημα. Έτσι προέκυψε η οικονομική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και οι όροι του μνημονίου που θα μας βγάλουν από την οικονομική κρίση. Και από την άνοιξη λοιπόν η κρίση αποτελεί το κύριο θέμα συζήτησης στα κανάλια, στις εφημερίδες, στις παρέες όπου αναφέρονται διάφορες απόψεις για το πώς η Ελλάδα και όλος ο κόσμος θα βγει από αυτήν την κρίση.
Παρακολουθώντας την επικαιρότητα βλέπουμε ελάχιστες απόπειρες ανάλυσης και επίλυσης της κρίσης που ξεφεύγουν τους οικονομικούς και πολιτικούς δρόμους αντιμετώπισης. Είναι η οικονομική κρίση η μόνη κρίση που υπάρχει; Αν απαντούσαμε ναι, τότε θα υποβιβάζαμε κατά πολύ την πραγματικότητα σε ένα μέρος της και οποιαδήποτε επίλυση της κρίσης μόνο με οικονομικούς ή / και πολιτικούς τρόπους αντιμετώπισης θα ήταν ένα ψέμα όπως και το σύστημα μέσα στο οποίο θα έθεταν το πρόβλημα. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι παγκοσμίως υπήρχε κρίση και σε άλλους τομείς (πολιτική, κοινωνική, πνευματική και προσωπική κρίση). Πως συνδέονται μεταξύ τους; Ποια κρίση είναι η μητέρα των άλλων κρίσεων; Πως αλληλοεπηρεάζονται;
Ας μιλήσουμε όμως αρχικά για την οικονομική κρίση γιατί αυτή ζούμε, αυτή νοιώθουμε, αυτή μας τρομάζει μέχρι το σημείο που να μας τρομοκρατεί και να μας απασχολεί καθημερινώς.
Η οικονομική κρίση που ζούμε είναι η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του συστήματος δανειοδότησης και αποπληρωμής του δανείου με τόκο. Ας μιλήσουμε λίγο περισσότερο για το πώς λειτουργεί η συγκεκριμένη πρακτική, που αποτελεί την κύρια λειτουργία των τραπεζών.
Όπως γνωρίζουμε όλοι, και τώρα πια είναι κάτι κοινά αποδεκτό από όλο τον κόσμο, όταν δανειζόμαστε από μια τράπεζα, π.χ. 1000 €, βάζοντάς τόκο μας ζητάει να της επιστρέψουμε επιπλέον χρήματα, που στην περίπτωση επιτοκίου 10% θα ήταν 100 € για το συγκεκριμένο δάνειο των 1000 €. Όπως γνωρίζουμε όμως το χρήμα από μόνο του δεν έχει καμία αξία, αποτελεί ουσιαστικό μέσο έμμεσης ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών. Αν επεκτείνουμε την έννοια του επιτοκίου στα πραγματικά αγαθά και τις υπηρεσίες θα λέγαμε ότι αν σου δανείσω 10 αυγά, εσύ νομίμως μου χρωστάς έντεκα. Αν σου προσφέρω βοήθεια για 10 ώρες στο χωράφι σου εσύ νομίμως πρέπει να έρθεις έντεκα ώρες στο δικό μου. Εδώ υπάρχει μια αναντιστοιχία που δεν κάθεται καλά νομίζω στον λογικό νου και την κοινή ηθική. Παρόλα αυτά όταν μιλάμε για τόκο σε δάνειο είναι κάτι που το αποδεχόμαστε εύκολα, μάλλον το θεωρούμε και αυτονόητο τώρα πια.
Ας συνεχίσουμε όμως να δούμε λίγο πιο εκτενώς την λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αν υποθέσουμε ότι το σύνολο των εκτυπωμένων χρημάτων στον κόσμο είναι σταθερό, και το δικαίωμα της χρηματοπίστωσης ανήκει αποκλειστικά στις τράπεζες τότε καταλαβαίνουμε ότι σταδιακά οι τράπεζες θα μαζεύουν τον παγκόσμιο πλούτο σε αυτές. Είναι απλή λογική επομένως να πούμε ότι η άμεση συνέπεια του θεσμοθετημένου τώρα πια τραπεζικού συστήματος είναι η οικονομική ανισότητα, και σε βάθος χρόνου η οικονομική εξαθλίωση προσώπων, ομάδων, πληθυσμών, ακόμα και ολόκληρων εθνών, όπως βλέπουμε να συμβαίνει στην σημερινή πραγματικότητα. Και αυτό το σύστημα είναι τόσο βαθιά εμποτισμένο στην παγκόσμια συνείδηση που θεωρούμε αδύνατη την ύπαρξη του κόσμου χωρίς αυτό. Ίσα ίσα η ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που όπως είδαμε συνεπάγεται άμεσα στην συγκέντρωση του πλούτου στις τράπεζες, θεωρείται το απαραίτητο στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας!
Η εμμονή στην ορθότητα της χρηματοπιστωτικής πρακτικής έχει επιφέρει παγκοσμίως νομοθεσίες που σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. σε έναν ιδιώτη) θα θεωρούνταν παράνομες, για τις τράπεζες όμως είναι νόμιμο δικαίωμα. Ας αναφέρω κάποιες από αυτές:
1. Μια τράπεζα έχει δικαίωμα να δίνει δάνεια πολλαπλάσια του πραγματικού κεφαλαίου της (σε εκτυπωμένα χρήματα). Δηλαδή μια τράπεζα αν έχει για παράδειγμα 1000 € κεφάλαιο, μπορεί να δανείσει 9000 €! Ακούγεται παράλογο αλλά είναι αλήθεια. Είναι νόμιμο δικαίωμα των τραπεζών παγκοσμίως. Ονομάζεται fractional reserve banking που μεταφράζεται κλασματικό τραπεζικό αποθεματικό. Το συγκεκριμένο δικαίωμα σε συνδυασμό με την ύπαρξη του ηλεκτρονικού μη εκτυπωμένου χρήματος, δηλαδή την ύπαρξη χρημάτων μόνο σε λογαριασμούς καταθέσεων και την μεταφορά τους ηλεκτρονικά είτε στην ίδια τράπεζα, είτε σε άλλη, έχει ως συνέπεια γεγονός που θα αναδειχθεί με το παρακάτω παράδειγμα:
Μια τράπεζα με 1111.11 € κεφάλαιο σε εκτυπωμένο χρήμα μπορεί να δανείσει 10.000 € και η αλληλουχία καταθέσεων στην ίδια ή σε άλλη τράπεζα έχει ως συνέπεια την διακίνηση ηλεκτρονικού χρήματος του μεγέθους των 100.000 €! Και όλα αυτά από αρχικό κεφάλαιο σχεδόν του 1% του τελικού. Το πρώτο παράλογο αυτού του συστήματος είναι η εκ του μηδενός γέννηση χρήματος στο τραπεζικό σύστημα (!) και αυτό θεωρείται απαραίτητο στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας! Αυτά τα χρήματα όμως δίνονται σε δάνεια, είτε σε απλούς πολίτες είτε σε μεγάλες επιχειρήσεις. Οι απλοί πολίτες όμως εξοφλούν τα δάνειά τους με εκτυπωμένο χρήμα. Επομένως το δικαίωμα του κλασματικού τραπεζικού αποθεματικού κάνει ακόμα πιο έντονη και εντατική την συγκέντρωση όλου του εκτυπωμένου χρήματος στις τράπεζες.
2. Είπαμε όμως ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα του κλασματικού τραπεζικού αποθεματικού είναι ένας φορέας γέννησης χρήματος, και γίνεται από έναν φορέα που δεν είναι κρατικός! Κάτι τέτοιο θα λέγαμε ότι κάνει και ο παραχαράκτης ο οποίος εκτυπώνει πλαστά χρήματα! Η πρακτική του παραχαράκτη θεωρείται παρανομία ενώ η τραπεζική πρακτική είναι μια διεθνώς νόμιμη διαδικασία!
Αν δούμε συνολικά αυτά λίγα που σας παρουσίασα για το χρηματοπιστωτικό σύστημα εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στο εν λόγω σύστημα ισχύει ένας παραλογισμός! Πως δεν γίνεται αντιληπτός; Γιατί διατηρείται για τόσους αιώνες μέχρι σήμερα; Μήπως είναι απόγονος (κοντινός ή μακρινός) ενός τρόπου σκέψης, τρόπου ζωής ή ηθικής και γιαυτό τηρείται με θρησκευτική θα λέγαμε ευλάβεια; Ας διαβάσουμε μερικές φράσεις:
«Θυμηθείτε ότι ο χρόνος είναι χρήμα»
«Θυμηθείτε ότι η αξιοπιστία (credit) είναι χρήμα»
«Αν ένας άνθρωπος αφήνει τα χρήματά του στα χέρια μου μετά το τέλος του δανείου, μου δίνει τόκο ή όσο κέρδος μπορώ να βγάλω μέσα σε αυτό το διάστημα»
«Τα χρήματα μπορούν να γεννήσουν χρήματα, και οι απόγονοί τους περισσότερα και ούτω καθεξής»
«Ο καλός αποπληρωτής είναι κύριος του πορτοφολιού κάποιου άλλου. Αυτός που είναι γνωστός ότι πληρώνει εγκαίρως υπόσχεται ότι σε οποιαδήποτε στιγμή και σε οποιαδήποτε περίπτωση μπορεί να χρησιμοποιήσει όλα τα χρήματα που οι φίλοι του μπορούν να περισσέψουν. Αυτό μερικές φορές είναι σε μεγάλη χρησιμότητα»
Οι παραπάνω φράσεις άνετα θα λέγαμε ότι αποτελούν ένα μέρος του πνευματικού μανδύα της χρηματοπιστωτικής πρακτικής ο οποίος αποτελείται από το χρήμα να γίνεται αυτοσκοπός της ζωής, ο δανεισμός να αποτελεί μέσω για να βγάλουμε περισσότερα χρήματα (είτε ως διανειοδότες είτε ως δανειολήπτες) και τέλος το στόλισμα «αρετών» (!), που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η αξιοπιστία στις οικονομικές συναλλαγές και στην αποπληρωμή των δανείων, να αποτελούν μέσο για να αποκτήσεις επιπλέον χρήματα! Οι συγκεκριμένες φράσεις ανήκουν στον Benjamin Franklin (1706 – 1790), ένας από τους ιδρύοντες πατέρες των Ηνωμένων Εθνών. Ο Max Weber (1864 – 1920) στο έργο του «Η ηθική του προτεσταντισμού και το πνεύμα του καπιταλισμού», από όπου έχουμε μεταφέρει τις παραπάνω φράσεις μαζί με άλλες που παραθέτει τις σχολιάζει ως εξής: «Το περίεργο αυτής της φιλοσοφίας της φιλαργυρίας φαίνεται να είναι το ιδανικό του έντιμου ανθρώπου αναγνωρισμένης οικονομικής αξιοπιστίας, και πάνω από όλα η ιδέα του χρέους του ανθρώπου για την αύξηση του κεφαλαίου του, το οποίο θεωρείται αυτοσκοπός»!
Από εδώ μπορούμε να καταλάβουμε ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι το γέννημα θρέμμα του καπιταλισμού, και η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι ουσιαστικά η κρίση του καπιταλισμού! Γιατί διατηρείται όμως μέχρι σήμερα τόσο αυστηρά το συγκεκριμένο σύστημα; Ας ανατρέξουμε πάλι στον Max Weber που από τον 19ο αιώνα ήδη λέει: «Η καπιταλιστική οικονομία την σημερινή εποχή είναι ένας τεράστιος κόσμος μέσα στον οποίο γεννιέται το άτομο, και ο οποίος παρουσιάζεται σε αυτόν, τουλάχιστον ως άτομο, σαν μια μη μεταβαλλόμενη τάξη πραγμάτων μέσα στην οποία πρέπει να ζήσει. Αναγκάζει το άτομο, όσο είναι αναμεμιγμένο με το σύστημα των εμπορικών σχέσεων, να συμμορφώνεται με τους καπιταλιστικούς κανόνες πρακτικής. Ο παραγωγός που δρα μακροπρόθεσμα αντίθετα σε αυτά τα πρότυπα αναπόφευκτα θα αποβληθεί από την οικονομική σκηνή όπως ο εργάτης ο οποίος δεν μπορεί ή δεν προσαρμόζεται στον παραγωγό θα πεταχτεί στους δρόμους χωρίς εργασία». Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι ο καπιταλισμός επιβάλλεται ως πραγματικότητα κατά ένα μεγάλο μέρος από φόβο και μόνο, την έλλειψη επιλογής. Κατά ένα άλλο μέρος είναι μια πίστη των ανθρώπων στο ορθό της πρακτικής του καπιταλισμού. Από τον τίτλο και μόνο του έργου του Max Weber «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» υπονοείται ότι ο καπιταλισμός είναι αποκύημα της προτεσταντικής ηθικής και στο έργο του κάνει εκτενή και λεπτομερή ανάλυση του συγκεκριμένου ισχυρισμού. Από τις πρώτες γραμμές ανάγνωσης του βιβλίου μου ήρθε στο μυαλό ο εξής λογισμός: ότι δεν είναι τυχαίο που μια μη προτεσταντική χώρα, η Ελλάδα είναι μια από τις πρώτες χώρες που δεν συμβαδίζουν καλά με τον καπιταλισμό και έχουν κρίση! Και οι αμέσως επόμενες χώρες υποψήφιες για οικονομική ενίσχυση είναι η Ρουμανία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία.
Δεν θέλω να επεκταθώ όμως περαιτέρω σε αυτό το θέμα καθώς έχουμε κάνει μια σύντομη ανάλυση της κρίσης. Το έργο πάντως του Max Weber δίνει πλήρη απάντηση στην σχέση προτεσταντισμού και καπιταλισμού. Νομίζω όμως είναι πιο χρήσιμο να αναφερθούμε και στην απόκριση στην κρίση, και κατά προτίμηση την Εκκλησιαστική απόκριση στην κρίση καθώς όλοι οι παρόντες είναι μέλη της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία αγκαλιάζει τον σύνολο άνθρωπο και όλη την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, επομένως ανησυχεί για τα μέλη της αλλά και για όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Τι είναι αυτό όμως που θα ξεχωρίσει / ξεχωρίζει την Εκκλησία από ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα που παρέχει οικονομική και υλική βοήθεια στα πλήθη έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση;
Ο απόστολος Παύλος στους πρεσβυτέρους της Εφέσου λέει «Το μόνο που θέλω είναι να ολοκληρώσω την αποστολή μου με χαρά, και το έργο που μου ανέθεσε ο Κύριος Ιησούς, δηλαδή να κηρύξω το χαρμόσυνο μήνυμα της δωρεάς του Θεού» (πραξ. Αποστ. 20:24). Ο ρόλος της Εκκλησίας είναι Αποστολικός, συγκεκριμένα είναι η αποκάλυψη της αλήθειας του Θεού, του Σταυρού, της Ανάστασης και της αμαρτίας (όσο βέβαια μας βοηθάει στην εύρεση της Σωτηρίας), της ύπαρξης του Θεού στην ζωή μας και της συνεχής δράσης του στην ιστορία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προτείνω να κινηθεί η συζήτησή μας. Δεν μας είναι αρκετή μόνο η εύρεση τρόπων αναλγητικών της κρίσης. Δεν μας γοητεύει η απάλειψη του πόνου χωρίς θεραπεία. Ίσα ίσα η Εκκλησία γνωρίζει πολύ καλά τις ευεργετικές και μεταμορφωτικές συνέπειες του Σταυρού και του Πάθους. Επομένως η απόκριση μας στην κρίση ας είναι η γνήσια αναζήτηση του Θεού εν τη Εκκλησία κατά την περίοδο της κρίσης, η αποδοχή του ζωοποιού Σταυρού κατά την περίοδο της κρίσης, η ελπίδα της Αναστάσεως και Σωτηρίας που προσφέρει η Εκκλησία (και όπως την εννοεί η Εκκλησία) κατά την περίοδο της κρίσης, η αναζήτηση της αμαρτίας και του σφάλματος του ανθρώπου που μας έφερε σε αυτή την κρίση, η αναζήτηση του αισθήματος ότι ο Χριστός είναι ο κύριος της ιστορίας για να μπορέσουμε να πούμε και εμείς «αμήν. ναι έρχου, Κύριε Ιησού» (Αποκάλυψις Ιωάννου, 22:20).
Ας επαναλάβουμε όμως την ερώτηση «Ποιος είναι ο ρόλος της Εκκλησίας;» και ας συμπληρωθεί με την ερώτηση «ποια είναι η δράση του Θεού εν τη Εκκλησία και εν τω κόσμω μέσω της Εκκλησίας;». «Ίνα ώσι εν καθώς ημείς» προσεύχεται ο Υιός στον Πατέρα. Ο Θεός ενοποιεί τα πάντα. Με την Γέννηση, την διδασκαλία, την δημόσια δράση του, το Πάθος, τον Σταυρό και την Ανάσταση, την Πεντηκοστή ενοποιεί τον Θεό με τον άνθρωπο, τον άνθρωπο με τον εαυτό του, τον άνθρωπο με τον συνάνθρωπο, τον άνθρωπο με την κτίση, την ψυχή με το σώμα! «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου» (Ματθ 22:37) εντολή ενότητας. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» (Ματθ. 22:38) εντολή ενότητας. Και όλες οι αρετές που διακηρύσσει και προσπαθεί να μεταδώσει η Εκκλησία στον κόσμο είναι αρετές ενότητας. Η αγάπη ενώνει τον Θεό με τον άνθρωπο και τους ανθρώπους μεταξύ τους. Η μετάνοια ενώνει τον Θεό με τον άνθρωπο και τους ανθρώπους μεταξύ τους. Η υπακοή ενώνει τον Θεό με τον άνθρωπο και τους ανθρώπους μεταξύ τους. Και η φιλανθρωπία, μια από τις εξέχουσες αρετές ενώνει τον Θεό με τον άνθρωπο αλλά και τους ανθρώπους μεταξύ τους.
Αυτή η ενότητα, η κοινωνία, το «ασυγχύτως και αδιαιρέτως» είναι το μέγα ζητούμενο στην Εκκλησία, και διέπει κάθε έκφρασή της. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αρετές που προαναφέραμε και συγκεκριμένα την φιλανθρωπία, το πώς αποκαλύπτεται το «ασυγχύτως και αδιαιρέτως» σε αυτήν πέρα από το ότι αποτελεί εντολή ενότητας. Φιλανθρωπία είναι η αρετή του να προσφέρεις βοήθεια σε οποιαδήποτε μορφή σε οποιονδήποτε την έχει ανάγκη. Μπορεί η φιλανθρωπία να σταθεί μόνη της ως αρετή; Υπάρχει φιλανθρωπία χωρίς αγάπη; Υπάρχει φιλανθρωπία χωρίς διάκριση και υπακοή; Η διάκριση χρησιμοποιείται με την έννοια της αντίληψης και αναγνώρισης των πραγματικών αναγκών του συνανθρώπου, και με την λέξη υπακοή εννοούμε τη δική μας προσαρμογή στις πραγματικές ανάγκες του επαίτη συνανθρώπου. Υπάρχει φιλανθρωπία χωρίς νηστεία / εγκράτεια; Με την έννοια ότι πρέπει να στερηθείς τα αγαθά που προσφέρεις. Υπάρχει φιλανθρωπία χωρίς θυσία; Με την έννοια ότι πρέπει να αφιερώσεις χρόνο, διάθεση, προσπάθεια για να βοηθήσεις κάποιον. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πλήθος άλλων αρετών που συνδέονται αδιαίρετα με την φιλανθρωπία αλλά δεν τις συγχέουμε με την φιλανθρωπία. Ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο είναι εμφανές το «ασυγχύτως και αδιαιρέτως» και μας δείχνει έντονα την στενή σχέση των δογματικών αληθειών της ορθοδοξίας με την ζωή μας αλλά και την ασκητική (ως άσκηση των αρετών) πρακτική.
Ας πούμε όμως και λίγο τι είναι αμαρτία, ή οι συνέπειες της αμαρτίας. Η διχόνοια, η διάσπαση, ο διαχωρισμός, η αυτονομία, η κακώς νοούμενη ανεξαρτησία που αντιστοιχεί σε ακοινωνησία, το εμείς γίνεται εγώ και εσύ, το εσύ γίνεται ο εχθρός μου, το εγώ γίνεται η μόνο απατηλή ελπίδα σε μια εκστατική αυτο-ερωτική φαντασίωση ευτυχίας ενώ ουσιαστικά βρισκόμαστε σε μια απέραντη μοναξιά! Όλα αυτά είναι η αμαρτία και οι συνέπειές της, και όλα αυτά είναι το ευαγγέλιο του σύγχρονου δυτικού κόσμου και πολιτισμού (πλην εξαιρέσεων). Ο παραλογισμός και η ψυχασθένεια να διαφημίζεται ως πρότυπο ανθρώπου και ύπαρξης.
Ας πάρουμε όμως την αρετή της φιλανθρωπίας και να την απογυμνώσουμε σιγά σιγά από τις υπόλοιπες αρετές και να δούμε πως μια μέγιστη αρετή μετατρέπεται στο τερατούργημα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ας αφαιρέσουμε πρώτα την διάκριση και την υπακοή και ας περιορίσουμε την φιλανθρωπία αποκλειστικά στην οικονομική βοήθεια. Μετά ας αφαιρέσουμε από την φιλανθρωπία την θυσία και έτσι αποκλείουμε να χαριστεί το χρέος της οικονομικής βοήθειας. Ας αφαιρέσουμε και την υπομονή και με αυτόν τον τρόπο αποκλείουμε το μεγάλο χρονικό περιθώριο εξόφλησης του οικονομικού χρέους. Και μετά ας κοστολογήσουμε το δάνειο και ας του βάλουμε και τόκο και έτσι ο δανεισμός είναι προς όφελός μου! Έτσι βλέπουμε πως μια μέγιστη εκκλησιαστική αρετή πέφτει και απογυμνώνεται από την ομορφιά της καθώς αυτονομείται από τις υπόλοιπες αρετές. Καθώς αφαιρούμε αρετές στο εγώ και εσύ αυτής της σχέσης ελαχιστοποιούμε το εσύ μέχρι που το εξαλείφουμε και στο τέλος διογκώνουμε το εγώ καθώς η πράξη μας έχει καθαρά ωφελιμιστικό χαρακτήρα. Και έτσι ουσιαστικά μια αρετή αποκτά κοσμικά χαρακτηριστικά αφού είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου από την στιγμή που δανείζει να ζητά πίσω τα χρήματα, μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και να βάζει και τόκο. Γι’ αυτό πάντα μου άρεσε η φράση «η απανθρωπιά του δικαιώματος» επειδή το δικαίωμα απογυμνώνει τον άνθρωπο από τις αρετές όταν σκοπός του δεν είναι η ενότητα αλλά το εγώ! Λίγο προσοχή ότι εδώ δεν καταστρατηγούμε την ελευθερία του δικαιώματος αλλά την κακή χρήση του! Και η κακή χρήση του είναι η ιδεολογικοποίηση της αποκλειστικής επιδίωξης του ατομικού οφέλους ως αρετής, κάτι που το βλέπουμε καθαρά στο πνεύμα του καπιταλισμού και στο πνεύμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος!
Όπως λένε όμως οι πατέρες, από εκεί που έπεσες, από εκεί θα ανέβεις, και από την στιγμή που η οικονομική τοκογλυφία (μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί η δράση του χρηματοπιστωτικού συστήματος) είναι το αίτιο της οικονομικής κρίσης, η φιλανθρωπία ως ο μόνος αντίποδας μπορεί να δράσει αντίρροπα στην κρίση.
Και η φιλανθρωπία πληρεί όλα τα εκκλησιαστικά πλαίσια που θέσαμε αρχικά στη συζήτηση. Περιέχει τον Σταυρό γιατί κουβαλάς το βάρος του συνανθρώπου σου. Μπορεί και για τον συνάνθρωπο να είναι Σταυρός καθώς είναι δύσκολο να παραδεχτεί την μη επάρκειά του, τη μη αυτάρκειά του και το γεγονός ότι χρειάζεται βοήθεια. Περιέχει την κοινωνία και κατ’ επέκταση την ενότητα γιατί φέρνει τον ένα άνθρωπο κοντά στον άλλο. Περιέχει τον Θεό επειδή ο ίδιος Χριστός μαρτυρεί «ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18:20) και επειδή ο δέκτης της φιλανθρωπίας νοιώθει την αγάπη του Θεού μέσω του συνανθρώπου. Συγκεκριμένα ο π. Στανιλοάε γράφει στο έργο του «Προσευχή – Ελευθερία – Αγιότητα» «Διότι τον Θεό δεν μπορείς να τον συναντήσεις, παρά μόνο μέσα στην αγάπη για τον άλλο, που φθάνει μέχρι το να κάνεις δικό σου τον πόνο του, γιατί, εάν ο Θεός είναι αγάπη, δεν μπορεί να ζει παρά μέσα στην κατάσταση της αγάπης για τον άλλο».
Η έννοια όμως της φιλανθρωπίας στην λογική του σύγχρονου ανθρώπου δεν κάθεται άνετα. Μας προκαλεί μια ταραχή. Την δεχόμαστε μέχρι εκεί που νοιώθουμε ωραία με τον εαυτό μας καθώς μας δίνει το δικαίωμα να πούμε εγωιστικά και αυτάρεσκα ότι είμαι και φιλάνθρωπος αλλά από ένα σημείο και μετά είμαι ανόητος και βλάκας και βοηθάω τον χαραμοφάη και τον τεμπέλη! Αυτό κατά τη γνώμη μου οφείλεται προφανώς στην ξενόφερτη επιρροή προτεσταντικών ηθών αλλά και στο ότι ο άνθρωπος έχει ξεχάσει την λέξη «κοινότητα», την έννοιά της αλλά και την πραγματικότητα που την συνοδεύει. Σε άλλες εποχές η φιλανθρωπία ήταν καθημερινή, φυσιολογική και αβίαστη πρακτική και όχι προσπάθεια αρετής. Ενδεικτικά ας αναφέρουμε ότι όσοι έχουν έστω και μικρή εμπειρία της ζωής σε αγροτικά χωριά ενδεχομένως θα έχουν δει γείτονες να μαζεύονται για να βοηθήσουν στις αγροτικές εργασίες ενός συγχωριανού χωρίς αντίτιμο και όφελος. Ουσιαστικά αυτό που θέλω να πω είναι ότι μέσα στο πλαίσιο της κοινότητας η φιλανθρωπία (περιέχοντας στον εαυτό της όλες τις υπόλοιπες αρετές) μεταμορφώνεται, ωριμάζει και ανθίζει σε κοινό-βίο και κοινοκτημοσύνη. Ας θυμηθούμε τις πρώτες Εκκλησιαστικές κοινότητες στις πράξεις των Αποστόλων. Όλα τα μέλη της Εκκλησίας μαζεύονταν στις αγάπες προσφέροντας ο καθένας ό,τι μπορούσε για να καλυφθούν οι ελλείψεις των συνανθρώπων. Εδώ είναι η αιώνια πρόκληση και πρόσκληση της Εκκλησίας, καθώς και η απάντηση στην κρίση αλλά και κάθε κρίση: η ανασύσταση των κοινοτήτων, Εσύ, εγώ και ο Θεάνθρωπος μαζί σε μια κοινότητα, Εκκλησιαστική κοινότητα, με τα πάντα κοινά, «ίνα ώσιν εν καθώς ημείς».
Επειδή όμως το σύγχρονο πνεύμα είναι περίεργο και τα πάντα τα διαβάλει ας μην πιστέψουμε ότι τελειώνοντας αυτή την εισήγηση, ή αργότερα το συνέδριο, και πάρουμε κάποιες αποφάσεις να είμαστε φιλάνθρωποι ή να είμαστε μια κοινότητα, θα είμαστε όντως φιλάνθρωποι ή όντως μια κοινότητα. Η Εκκλησία δεν έχει τέτοιες ψευδαισθήσεις. Καμιά αρετή δεν πραγματοποιείται ως αρετή αν δεν γίνεται «εν Θεώ». «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή, και ο πατήρ μου ο γεωργός εστί» (Ιωαν. 15:1) «μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν, καθώς το κλήμα ου δύναται καρπόν φέρειν αφ’ εαυτού, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω, ούτως ουδέ ημείς, εάν μη εν εμοί μείνητε» (μείνετε ενωμένοι μαζί μου, τότε θα μαι κι εγώ ενωμένος μαζί σας. Όπως η κληματόβεργα δεν μπορεί να καρποφορήσει από μόνη της, αν δεν είναι ενωμένη με το κλήμα, το ίδιο κι εσείς εάν δεν μείνετε ενωμένοι μαζί μου) (Ιωαν 15:4). Για να πετύχουμε επομένως την φιλανθρωπία και τουλάχιστον το αίσθημα της κοινότητας ως μέλη της Εκκλησίας αλλά και ως σύνολο σώμα της Εκκλησίας απαιτείται η αδιάκοπη κοινωνία με την Εκκλησία, είτε είναι μετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, είτε είναι η μετοχή στην κοινή ζωή των μελών της Εκκλησίας εκτός των ακολουθιών.
Πέρα από αυτό απαιτείται και η ποιμαντική μέριμνα της Εκκλησίας για την καλλιέργεια του συναισθήματος της κοινότητας. Επομένως καλό είναι να τονίζεται στο κήρυγμα η ανάγκη κοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων για την πραγμάτωση του ανθρώπου, η προβολή της διάστασης της κοινωνίας, της ενότητας, της ομοουσιότητας, του «ασυγχύτως και αδιαιρέτως» της οντολογίας του ανθρώπου. Καλό είναι να τονίζεται και η διάσταση της πραγμάτωσης των αρετών και της άσκησης ως μέρος της εν κοινωνία οντολογίας του ανθρώπου και να μην υπερτονίζεται η ατομική πρακτική των αρετών. Χαρακτηριστικά μπορούμε να πούμε ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος στο βιογραφία του Άγιου Σιλουανού αναφέρει ότι ο Άγιος την εντολή «αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν» δεν την ερμήνευε ως «αγάπα τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου» αλλά «αγάπα τον πλησίον σου επειδή είναι ο εαυτός σου». Με τέτοια απλά παραδείγματα, ανακαλύπτουμε το μεγάλο βάθος της Εκκλησίας, και οι δογματικές αλήθειες, τα μυστήρια της Εκκλησίας, η άσκηση παίρνουν άλλο νόημα και βλέπουμε μια ενότητα τόσο έντονη και ελεύθερη ταυτόχρονα που ο άνθρωπος το μόνο που του μένει να κάνει είναι να αναγνωρίσει ότι ανήκει εκεί.
Να συμπληρώσω όμως ότι εκκλησιαστικά είναι μεγαλύτερη η ανάγκη μας και όφελος δικό μας να είμαστε φιλάνθρωποι στους συνανθρώπους μας, από την ανάγκη και το όφελος που έχουν οι συνάνθρωποι μας να είμαστε φιλάνθρωποι. Όταν ο Χριστός έλεγε «γινού πλησίον» δεν το ανέφερε για να βοηθηθούν οι φτωχοί, οι ασθενείς και οι αδύναμοι αλλά έδωσε αυτή την εντολή επειδή είναι οντολογική ανάγκη του ανθρώπου να γίνεται πλησίον. Το αίσθημα της εκκλησιαστικής κοινότητας στηρίζεται στο αίσθημα του κάθε ανθρώπου του πόσο ανάγκη έχει τον συνάνθρωπο για (οντολογική) πραγμάτωσή του ως άνθρωπος. Όσο ο καθένας μας αισθάνεται την ανάγκη του συνανθρώπου του, θα αισθάνεται ότι ανήκει σε κοινότητα. Το αν οι συνάνθρωποί μας έχουν παρόμοιο αίσθημα μας επηρεάζει όχι στο αίσθημα της κοινότητας, αλλά στο αίσθημα της καλής ή κακής κοινότητας. Το αίσθημα της κοινότητας είναι ουσιαστικά οντολογική στάση.
Για να γίνει λίγο πιο καθαρό το επιχείρημα ας το παραλληλίσουμε με την οικογένεια. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι ανήκουμε σε μια οικογένεια ανεξάρτητα αν αυτή η οικογένεια είναι καλή οικογένεια, ή κακή οικογένεια. Το αν η οικογένεια δρα ως οικογένεια αυτό απλώς χαρίζει τον χαρακτηρισμό καλή ή κακή στην λέξη οικογένεια. Όταν μαλώνουμε με τον πατέρα, την μητέρα, τον αδελφό ή την αδελφή μας, προσπαθούμε να τα ξαναβρούμε επειδή είναι ο πατέρας μας, η μητέρα μας, ο αδελφός μας ή η αδελφή μας. Προσπαθούμε να γίνουμε πάλι πλησίον, να έρθουμε κοντά, επειδή έχουμε λόγο εξαιτίας της συγγένειας. Δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία μας διδάσκει ότι κάθε άνθρωπος είναι αδελφός μας! Έτσι μας δίνει λόγο να γινόμαστε πλησίον σε κάθε άνθρωπο. Και με αυτόν τον τρόπο ακόμα προωθεί την κοινότητα και την ενότητα επειδή είμαστε κοινότητα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η οικονομική-κοινωνική-πολιτική-πνευματική κρίση μπορεί να αποτελέσει μια κατά Θεόν κρίση για την Εκκλησία και η απόκρισή μας στην κρίση ας είναι η επιστροφή σε εκκλησιαστικό κοινοτικό τρόπο ζωής (και δεν εννοούμε μόνο τον εκκλησιασμό), εντός και εκτός των ορίων της Εκκλησίας, και μόνο αυτή θα μπορέσει να δράσει αντίρροπα στην κρίση, όχι μόνο αναλγητικά, αλλά και θεραπευτικά, διότι μπορεί η κρίση να είναι οικονομική, να έχει προεκτάσεις κοινωνικές και πολιτικές, αλλά στο βάθος της είναι πνευματική με πνευματικότητα καθαρά εξατομικευμένη, ωφελιμιστική και αντιεκκλησιαστική.