Του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου
Μ' αυτόν τον ακατάληπτο γραμματικό τύπο, προστακτική της αμάθειας και της στανικής επιβολής, υπενθύμισε η «Χρυσή Αυγή» το ιδεολογικό και μορφωτικό της στίγμα, στην πρώτη κιόλας παρουσία της μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου.
Η καταδίκη και ο αποτροπιασμός των όσων συνέβησαν στη συνέντευξη Τύπου ήταν ομόθυμη και καταιγιστική. Οι αφοριστικές όμως αναλύσεις που διατυπώθηκαν δεν αρκούν για να αλλάξουν μια αμείλικτη πραγματικότητα. Το εκλογικό ποσοστό των θιασωτών του Τσολάκογλου δεν προσφέρεται για μαζική ενοχοποίηση με την αναγωγή στο δείγμα μιας δράκας, κατ' εξοχήν προβληματικών, ατόμων που υποκρύπτουν την κενοδοξολογία τους προβάλλοντας τη σωματική τους διάπλαση. Μπορεί να είναι λιγοστοί οι φερέλπιδες, κατά την εκτίμησή τους, σταυροφόροι της βίας που πρωταγωνιστούν στα, μέχρι στιγμής θέλουμε να ελπίζουμε, ανώδυνα επεισόδια. Συνοδοιπόροι τους όμως δηλώνουν, τουλάχιστον εκλογικά, πλειάδα πολιτών που, χωρίς να προσυπογράφουν τις γελοιότητές τους, συγκινούνται παρόλα αυτά από το δογματικό τους λόγο. Είναι, για να ανατρέξουμε στον Albert Camus, το βουβό πλήθος των “ζηλωτών της μοναξιάς» μιας χώρας που δεν αναγνωρίζουν πλέον ως κομμάτι του εαυτού τους, που δεν επιθυμούν πια. Οι ίδιοι έχουν αποκοπεί από ένα ομφάλιο λώρο που αδυνατεί να συγκροτήσει τις, ούτως ή άλλως, προβληματικές συνιστώσες της ταυτότητάς τους. Αρκετοί από αυτούς, μέσα στο ασφυκτικό περικείμενο μιας όλο και πιο επώδυνης βιοτής, επιζητούν να εκδικηθούν αυτό από το οποίο έχουν αποξενωθεί, που πληγώνουν και τους πληγώνει καθημερινά. Εμφιλοχωρώντας στη ξενοφοβία, στο μηδενισμό, δηλώνουν έμμεσα την αμφισβήτηση ενός κατακερματισμένου και ανασφαλούς «εγώ».
Αυτό είναι ακόμη πιο ανησυχητικό και επικίνδυνο και δεν αντιμετωπίζεται βέβαια με αποσπασματικές πολιτικές και ιδεολογικά θέσφατα που έχουν, προ πολλού, χάσει την ερμηνευτική τους δυνατότητα. Γιατί μπορεί οι ανιστόρητες αναφορές στο μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, από τραγικά ημιμαθείς ή αμαθείς, να προκαλούν θυμηδία, η ανάγνωσή που προτείνουν όμως για την οδυνηρή κατάσταση της νεοελληνικής κοινωνίας βρίσκει ευήκοα αυτιά και πρόθυμους θιασώτες. Οι τελευταίοι δεν έχουν κοινά χαρακτηριστικά, ενδυματολογικά ή μορφολογικά, με τους λόχους των Χρυσαυγιτών, ούτε επαγγέλλονται τη βία. Είναι οι πολίτες ή οι νέοι της διπλανής πόρτας. Την ανασφάλεια και το πένθος τους εκφράζουν με τη συμβολική υποδήλωση της ψήφου τους. Η λογική τους συγκεφαλαιώνεται σε μια ανυποψίαστη αποδοχή της ξενηλασίας, παρόμοιας με αυτήν που διατύπωσε κάποτε ο Jacques Chirac για να δικαιολογήσει φαινόμενα ρατσισμού, λέγοντας πως κατανοεί τις πράξεις αυτές, αλλά δεν τις επιδοκιμάζει (Je comprends mais je l'approuve pas). Αυτό είναι το ανησυχητικό και εκεί βρίσκεται η δική μας ευθύνη. Οι αφελείς ερμηνείες όχι μόνο δυσχεραίνουν την κατανόηση του προβλήματος, αλλά εντείνουν τις συνέπειές του.
Μ' αυτόν τον ακατάληπτο γραμματικό τύπο, προστακτική της αμάθειας και της στανικής επιβολής, υπενθύμισε η «Χρυσή Αυγή» το ιδεολογικό και μορφωτικό της στίγμα, στην πρώτη κιόλας παρουσία της μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου.
Η καταδίκη και ο αποτροπιασμός των όσων συνέβησαν στη συνέντευξη Τύπου ήταν ομόθυμη και καταιγιστική. Οι αφοριστικές όμως αναλύσεις που διατυπώθηκαν δεν αρκούν για να αλλάξουν μια αμείλικτη πραγματικότητα. Το εκλογικό ποσοστό των θιασωτών του Τσολάκογλου δεν προσφέρεται για μαζική ενοχοποίηση με την αναγωγή στο δείγμα μιας δράκας, κατ' εξοχήν προβληματικών, ατόμων που υποκρύπτουν την κενοδοξολογία τους προβάλλοντας τη σωματική τους διάπλαση. Μπορεί να είναι λιγοστοί οι φερέλπιδες, κατά την εκτίμησή τους, σταυροφόροι της βίας που πρωταγωνιστούν στα, μέχρι στιγμής θέλουμε να ελπίζουμε, ανώδυνα επεισόδια. Συνοδοιπόροι τους όμως δηλώνουν, τουλάχιστον εκλογικά, πλειάδα πολιτών που, χωρίς να προσυπογράφουν τις γελοιότητές τους, συγκινούνται παρόλα αυτά από το δογματικό τους λόγο. Είναι, για να ανατρέξουμε στον Albert Camus, το βουβό πλήθος των “ζηλωτών της μοναξιάς» μιας χώρας που δεν αναγνωρίζουν πλέον ως κομμάτι του εαυτού τους, που δεν επιθυμούν πια. Οι ίδιοι έχουν αποκοπεί από ένα ομφάλιο λώρο που αδυνατεί να συγκροτήσει τις, ούτως ή άλλως, προβληματικές συνιστώσες της ταυτότητάς τους. Αρκετοί από αυτούς, μέσα στο ασφυκτικό περικείμενο μιας όλο και πιο επώδυνης βιοτής, επιζητούν να εκδικηθούν αυτό από το οποίο έχουν αποξενωθεί, που πληγώνουν και τους πληγώνει καθημερινά. Εμφιλοχωρώντας στη ξενοφοβία, στο μηδενισμό, δηλώνουν έμμεσα την αμφισβήτηση ενός κατακερματισμένου και ανασφαλούς «εγώ».
Αυτό είναι ακόμη πιο ανησυχητικό και επικίνδυνο και δεν αντιμετωπίζεται βέβαια με αποσπασματικές πολιτικές και ιδεολογικά θέσφατα που έχουν, προ πολλού, χάσει την ερμηνευτική τους δυνατότητα. Γιατί μπορεί οι ανιστόρητες αναφορές στο μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, από τραγικά ημιμαθείς ή αμαθείς, να προκαλούν θυμηδία, η ανάγνωσή που προτείνουν όμως για την οδυνηρή κατάσταση της νεοελληνικής κοινωνίας βρίσκει ευήκοα αυτιά και πρόθυμους θιασώτες. Οι τελευταίοι δεν έχουν κοινά χαρακτηριστικά, ενδυματολογικά ή μορφολογικά, με τους λόχους των Χρυσαυγιτών, ούτε επαγγέλλονται τη βία. Είναι οι πολίτες ή οι νέοι της διπλανής πόρτας. Την ανασφάλεια και το πένθος τους εκφράζουν με τη συμβολική υποδήλωση της ψήφου τους. Η λογική τους συγκεφαλαιώνεται σε μια ανυποψίαστη αποδοχή της ξενηλασίας, παρόμοιας με αυτήν που διατύπωσε κάποτε ο Jacques Chirac για να δικαιολογήσει φαινόμενα ρατσισμού, λέγοντας πως κατανοεί τις πράξεις αυτές, αλλά δεν τις επιδοκιμάζει (Je comprends mais je l'approuve pas). Αυτό είναι το ανησυχητικό και εκεί βρίσκεται η δική μας ευθύνη. Οι αφελείς ερμηνείες όχι μόνο δυσχεραίνουν την κατανόηση του προβλήματος, αλλά εντείνουν τις συνέπειές του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου