Δεν ήταν Μάης αυτός φέτος, όλο βροχές και συννεφιές. Μέχρι και χαλάζι
έριξε. Άνοιξη δεν καταλάβανε στο χωριό. Όμως ο Ιούνης έφερνε μαζί με τη γιορτή
του Αγίου Πνεύματος κι όλες τις χάρες του καλοκαιριού. Επιτέλους θα μπορούσαν
να κάνουν μία γνήσια εξοχική πανήγυρη. Η προηγούμενη, στην ανακομιδή των
λειψάνων του Αγίου Αθανασίου στις 2 Μαίου, επισκιάζονταν από την πρωτομαγιά,
ήταν εργάσιμη και δεν παρείχε την ευκαιρία για εορτασμό. Έτσι το τριήμερο του
Αγίου Πνεύματος προσφέρονταν για διπλό γλέντι και γιορτάσι: γλέντι στη Θεία
Λειτουργία για την χαρά της Αγιοπνευματικής χάριτος, γλέντι και στη συνέχεια
στην αυλή του υπέροχου παρεκκλησίου, που
από την ψηλή του πλαγιά αγνάντευε τα απέναντι βουνά και το οροπέδιο με
τους μαιανδρισμούς του ποταμού, στα νερά του οποίου αντιφέγγιζαν οι αχτίδες του
ήλιου, σαν έφευγε η ομίχλη που κάλυπτε την περιοχή ως αργά το πρωί.
Καθώς ο χρόνος περνούσε
οι έγνοιες κατέτρωγαν το νου του παπά του χωριού: άραγε θα προλάβει να είναι
έτοιμο το κιόσκι μέχρι την πανήγυρη; Το παλιό, κατασκευασμένο πριν είκοσι
σχεδόν χρόνια, είχε υποστεί τόσες φθορές που με τους δυνατούς ανέμους του
Απρίλη κατέρρευσε. Δεν έφταιγε βέβαια, τόσο η ορμή του ανέμου, όσο η
βαρβαρότητα των ανθρώπων, που συχνά ανέβαιναν για να απολαύσουν τη θέα, και ο
καθένας κάτι ξήλωνε. Πόσο να βαστήξει το έρημο!!! Ο κακοτράχαλος ανηφορικός
δρόμος, πάλι, μετά τις πολλές βροχές, είχε γίνει αδιάβατος! Όσο κι αν
επιδιορθωθεί, θέλει τόλμη να ανεβείς με το αυτοκίνητο. Άραγε πόσοι θα ήταν
τολμηροί; Εκείνο όμως που περισσότερο τον ένοιαζε ήταν να μπορέσουν φέτος να
γιορτάσουν με μεγαλύτερο κέφι. «Ο κόσμος έχει απελπιστεί, πρέπει να του
ξαναδώσουμε χαρά, αληθινή χαρά», έλεγε και ξανάλεγε. Καθώς λοιπόν ποτέ κανείς
δεν έφυγε από ένα στρωμένο τραπέζι, σκέφτηκε μετά την πανηγυρική Θεία
Λειτουργία ανήμερα του Αγίου Πνεύματος, να ακολουθήσει γλέντι.
Πώς να γίνει πανηγύρι
και γιορτή όταν έχει χαθεί το κοινοτικό πνεύμα; Όταν οι σχέσεις στην ενορία
διέπονται από το δούναι (τέλεση μυστηρίων) και το λαβείν (πληρωμή τυχερών) που
να βρεις ανθρώπους να δράσουν εθελοντικά; Όλοι είναι πρόθυμοι στο να απολαύσουν
την χαρά της πανήγυρης, ιδιαίτερα όταν τα προσφερόμενα εδέσματα είναι δωρεάν.
Ελάχιστοι όμως επιθυμούν να μοιραστούν τον κόπο της προετοιμασίας. Καθώς οι
σκέψεις τον απασχολούσαν είπε να τις μοιραστεί με φίλους που ενθουσιάστηκαν και
προσφέρθηκαν να βοηθήσουν. Οι προσευχές του δεν ήταν μάταιες…
Η μέρα της πανήγυρης
πλησίαζε. Το καινούργιο κιόσκι ήταν έτοιμο και οι γυναίκες που κάθε χρόνο
αναλαμβάνουν την καθαριότητα του εξωκλησίου είχαν νοικοκυρέψει το χώρο, που
περίμενε τώρα τους πανηγυριστές. Άλλοτε, λένε οι παλιοί, όλος ο κόσμος ανέβαινε
ίσαμε δω πάνω με τα πόδια. Τώρα κυρίως
με τα αυτοκίνητα: ΙΧ, αγροτικά και τζίπ. Οι γεροντότεροι δεν μπορούν να ρθουν.
Μένουν στο χωριό και αγναντεύουν από εκεί. Το βράδυ της Πεντηκοστής έγινε ο
εσπερινός με τη συμμετοχή ελάχιστων
ενοριτών-είναι βλέπετε κουραστική η ακολουθία της Πεντηκοστής το πρωί,
όπου έχουν ήδη «διαβαστεί τα γράμματα».
Το πρωί η ακολουθία ξεκίνησε
με τον ψάλτη της ενορίας, ο οποίος σταδιακά και μέχρι να φτάσουν στους αίνους
είχε πλαισιωθεί από μία τετράδα αυτοσχεδίων ψαλτών, που του κράταγαν το ίσο και
είπαν τον απόστολο. Πολυπληθής ο χορός των ψαλτών. Ο ιερέας αφού προσκόμισε, έβαλε το «Ευλογημένη…» σε
πανηγυρικό και μεγαλόπρεπο ύφος, για το αιδέσιμο της ημέρας και για να δώσει
χρόνο σ’ όσους έρχονταν από μακριά, να προλάβουν τουλάχιστον το «Μετά φόβου». Πράγματι
μετέλαβαν πολλοί, παιδιά, γυναίκες και άνδρες. Είπε και δυο λόγια πριν την απόλυση
για το θέμα της εορτής του Αγίου Πνεύματος και το ρόλο του στη ζωή της Εκκλησίας,
για τους καρπούς Του, που κατά τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη είναι η
αγάπη για τους εχθρούς και το να μην θέλουμε να εξουσιάζουμε επί των αδελφών μας,
για την ενότητα της πίστεως και την
κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, που φανερώνονται και στη ζωή της κοινότητας με το
γιορτάσι και τη χαρά μετά τη Θεία Λειτουργία.
Όσο να καταλύσει τα
Άγια και να ξεφορέσει, όσο να μιλήσει με τους χριστιανούς στο ναό, όταν βγήκε ο
παπάς στο κιόσκι, το πανηγύρι είχε ήδη αρχίσει: ο Πολιτιστικός Σύλλογος είχε
ήδη δώσει καφέδες και τυρόπιτες, οι
ψήστες έψηναν, οι γυναίκες μοίραζαν στον καθένα το μερτικό του (μεταξύ
μας πολλοί πήραν διπλό και τριπλό…), σιγά-σιγά έπιασαν τα όργανα και το
τραγούδι. Η ώρα περνούσε…Οι περισσότεροι έφυγαν…Έμεινε μία μικρή ομάδα
προσκυνητών, ανάμικτοι, επισκέπτες και ντόπιοι, που κάθισαν μέχρι το μεσημέρι.
Ήταν
πραγματική χαρά, άνθρωποι μεταξύ τους ξένοι, αντάμωναν «εν ταις αυλαίς του
Κυρίου», σε κοινό τραπέζι, σε κοινή γιορτή, φέρνοντας ο καθένας από το
περίσσευμα της αγάπης του: τσίπουρα, κρασί, σαλάτες, ψητά, για να τα προσφέρουν
σε αγνώστους, που όμως μέσα στο κλίμα της εκκλησιαστικής πανήγυρης γίνονταν
αδελφοί. Όσοι δυσανασχέτησαν, όσοι θέλησαν να εμπορευματοποιήσουν την πανήγυρη,
ενδιαφερόμενοι τάχα για το «καλό της ενορίας», που, «έχανε γιατί δεν πούλαγε τα
εδέσματα, αλλά τα διένειμε δωρεάν» φαίνεται ότι δεν κατάλαβαν τίποτα από το
νόημα της ημέρας. Αυτοί είχαν γίνει πλέον η μεγαλύτερη έγνοια και η εντονότερη
προσευχή του παπά. Το χαμόγελο και η χαρά των πανηγυριστών, ιδιαίτερα μάλιστα
των μικρών παιδιών, ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή και το κέρδος της πανήγυρης,
που αν θέλει ο Θεός θα επαναληφθεί και του χρόνου.
π. Σωφρόνιος Γκουτζίνης
Ιεροκήρυκας Ιεράς Μητροπόλεως
Καθηγητής
Εκκλησιαστικής Σχολής Ξάνθης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου