Με όλα αυτά που γίνονται τον τελευταίο καιρό, με όλη αυτή
την παρακμή που μας έχει δέσει χειροπόδαρα αφού δεχόμαστε να αποφασίζουν για
μας άνθρωποι αποδεδειγμένα και επί δεκαετίες ανθέλληνες και απάνθρωποι, πολλές φορές
αναζητούμε περασμένα μεγαλεία ώστε να ευρεθεί κάποιο θάρρος, έστω κι εκβιαστικά.
Φυσικά η πορεία του λαού μας ως ξεχωριστού έθνους, που αγγίζει τα 3.000 χρόνια
καταγεγραμμένης ιστορίας, είναι γεμάτη σκαμπανεβάσματα, περιόδους ακμής και
παρακμής, κρίσεων πάσης φύσεως, εκπληκτικών ανατάσεων και εντυπωσιακών
καταποντισμών.
Με άλλα λόγια, έχει απ’ όλα το μενού. Μόνον τα τελευταία
100 χρόνια, από το 1912, η Ελλάδα έχει περάσει πέντε πολέμους, εκ των οποίων οι
δύο ήταν Παγκόσμιοι. Για να ξεπεραστεί ένας Εθνικός Διχασμός χρειάστηκε ένας
εμφύλιος, που συνεχίζει να μας διχάζει. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει και κάμποσες οικονομικές
κρίσεις, η μία παγκοσμίων διαστάσεων. Επιπλέον, η έκταση του κράτους αυξήθηκε
κατά πολύ, ενώ η εξάπλωση του ελληνισμού ακολούθησε εντελώς αντίστροφη πορεία.
Αυτό σήμαινε πλήθη προσφύγων που έπρεπε να θρέψει ένα κράτος, σε πολλούς τομείς
τριτοκοσμικό. Ωστόσο τα κατάφερε σχετικά καλά και από το τέλος των πολέμων
(1949) το τεταρτοκοσμικό πλέον κράτος εμφάνισε μία κοινωνία εθνικώς ιδιαίτερα
συνεκτική και συμπαγή η οποία επιτέλεσε ένα οικονομικό θαύμα, αντάξιο του
αντίστοιχου γερμανικού, αλλά χωρίς ξένους μετανάστες. Αντίθετα μάλιστα απώλεσε
άνω του 1.000.000 ανθρώπων, σε παραγωγική ηλικία φυσικά, που μετανάστευσαν σε
χώρες του δυτικού κόσμου. Τόση ήταν η δυναμική του λαού μας, που τραβούσε
μπροστά μέσα από τις φωτιές «με το χαμόγελο στα χείλη», όπως τραγουδούσε κάποτε
μια γιαγιά.
Αυτό συνέβαινε μέχρι περίπου πριν λίγες δεκαετίες. Η
δυναμική του λαού μας εξασθένησε σταδιακά και έδωσε τη θέση της σε ένα είδος
νωθρότητας, που πολύ εύστοχα περιγράφηκε ως «ωχαδερφισμός». Και με πολλούς
άλλους όρους που δεν είναι του παρόντος. Ο γράφων μέχρι πρότινος υποψιαζόταν
ότι το κομβικό γεγονός, που επέδρασε καταλυτικά στη μετάλλαξη αυτή, ήταν η
γέννησή του αλλά αρκετοί παλαιότεροι των ημερών του τον διαβεβαιώνουν (και
καθησυχάζουν) ότι η κατρακύλα είχε ξεκινήσει τουλάχιστον μία δεκαετία νωρίτερα.
Επιπλέον τα σπέρματα της κατάπτωσης εντοπίζονται λίγο μετά τον τελευταίο
πόλεμο. Ό,τι κι αν συνέβη, η αλήθεια είναι ότι ο λαός μας κατάφερε να βουλιάξει
εν καιρώ ειρήνης. Γι’ αυτό και κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν κάποια
παραδείγματα από την ιστορία μας, όπου ο λαός μας μεγαλούργησε εν μέσω πυρός
και σιδήρου, όχι για να παρηγορηθούμε αλλά για να θυμώσουμε με την κατάντια μας
και να ντραπούμε. Φυσικά τα παραδείγματα στοχεύουν στους κυβερνωμένους κι όχι
στους κυβερνώντες. Κάθε λαός έχει τους ηγέτες που του αξίζουν, ίσως ακόμη κι αν
κυβερνάται από δικτατορία, πόσο μάλλον όταν απολαμβάνει δημοκρατικές ελευθερίες.
Και η όποια αλλαγή, αν δεν διαποτίσει τον λαό σε βάθος, θα είναι πιθανώς
αναιμική και σίγουρα πρόσκαιρη. Όπως η απαγόρευση κατανάλωσης κοκορετσίου.
Ουδέποτε τηρήθηκε.
Εν αρχή ην η Αρχαία Ελλάς! Μπορούν να βρεθούν πάμπολλα
παραδείγματα κρίσεων στην Αρχαία Ελλάδα, από τα οποία διαπιστώνεται ότι ο
άνθρωπος παραμένει ίδιος σε σημαντικό βαθμό στο πέρασμα των αιώνων. Ένα από τα
πολύ σημαντικά γεγονότα στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι μπορούμε να
παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των πολιτευμάτων από τη βασιλεία στη δημοκρατία σε
μία τόσο πρώιμη εποχή και με τόσες πολλές πηγές αυτοπτών μαρτύρων. Η συνήθης
σειρά ήταν Βασιλεία, Αριστοκρατία, Ολιγαρχία, και τέλος Τυραννία ή Δημοκρατία.
Το χαρακτηριστικό αυτής της εξέλιξης είναι ότι κάθε στάδιο δίνει τη δυνατότητα
συμμετοχής στην διακυβέρνηση του κράτους σε περισσότερους ανθρώπους απ’ ότι το
προηγούμενο, με την εξαίρεση της μετάβασης προς την τυραννία.
Αξίζει να σταθούμε περισσότερο στην τελευταία μετάβαση.
Κι αυτό επειδή, στη συντριπτική των περιπτώσεων, παρατηρείται ακριβώς η ίδια
αλληλουχία γεγονότων μέχρι σήμερα. Και η οποία είναι πολύ απλή. Συνήθως οι
ολιγαρχίες έχουν τιμοκρατική λογική, δηλαδή λόγο για τα κοινά έχουν οι πολίτες
με κάποια οικονομική επιφάνεια. Και επειδή πάντα η νομοθεσία ευνοεί όσους έχουν
λόγο για αυτήν, δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε ποιους ευνοούσαν οι νόμοι και
ποιους όχι. Η ανισοκατανομή των αγαθών (πλούτου, κοινωνικής καταξίωσης,
δικαιοσύνης κλπ) έφερνε την κοινωνία σε αναβρασμό και αστάθεια. Κι όταν η πίεση
δεν εκτονωνόταν με μια δικαιότερη μεταρρύθμιση, κάποιος λαοπλάνος
εκμεταλλευόταν τη λαϊκή δυσαρέσκεια και έπαιρνε την εξουσία με όμορφα συνθήματα
όπως «η εξουσία στον λαό», «χρήματα υπάρχουν» κλπ. Και μετά άρχιζε η κατρακύλα
που συνήθως σταματάει όταν το έδαφος γίνεται οριζόντιο. Δηλαδή στους πρόποδες
του βουνού, όταν η κατάσταση δεν πάει άλλο γιατί δεν υπάρχει χαμηλότερα.
Μία τέτοια κατάσταση επικρατούσε στη Σικελία περί τα μέσα
του 4ου αιώνα π.Χ. Σε πολλές πόλεις είχαν επιβληθεί τυραννίσκοι, ενώ
στις υπόλοιπες δημοκρατικοί και ολιγαρχικοί μάλωναν για το ποιος μπορεί να
προκαλέσει μεγαλύτερο χάος και έτσι, ουσιαστικά να ανοίξει τον δρόμο σε κάποιον
επίδοξο τύραννο. Οι Συρακούσες, η μεγαλύτερη πόλη του νησιού και αποικία των
Κορινθίων, είχαν σχεδόν ερημώσει από τη διακυβέρνηση του τυράννου Διονυσίου Β’,
γιου του όντως ηγέτη Διονυσίου Α’. Ως ανίκανος γιος ικανού πατέρα κληρονόμησε
ένα εύρωστο και ισχυρό κράτος και το έφτασε στον πάτο. Και σαν να μην έφτανε
αυτό, οι αιωνίως άρπαγες Καρχηδόνιοι (έμποροι γαρ) ετοιμάζονταν να ξανά
αποβιβαστούν στη διαιρεμένη Σικελία για να την κατακτήσουν σαν να έκαναν
περίπατο. Πράγματι, προσεταιρίστηκαν κάποιους τυραννίσκους κι όλα τους πήγαιναν
καλά και για τους Έλληνες όλα πήγαιναν στραβά, μέχρι που έφτασε στη Σικελία ο
Κορίνθιος Τιμολέων, αρχηγός ενός στρατού το πολύ 1000 (!) μισθοφόρων. Η
Κόρινθος, αρχικά, δεν του εμπιστεύτηκε περισσότερους άνδρες γιατί δεν ήταν
στρατιωτικός αλλά αγρότης! Και σε τρία χρόνια οι Καρχηδόνιοι ζητούσαν ειρήνη με
πολύ ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες, ενώ οι τύραννοι σε όλη τη Σικελία
αποτελούσαν ανάμνηση. Ο Τιμολέων κάλεσε Κορίνθιους νομικούς για να συντάξουν
τους νέους δημοκρατικούς νόμους των Συρακουσών, ίσως και των άλλων πόλεων,
επίσης κάλεσε Έλληνες αποίκους από τη μητροπολιτική Ελλάδα για να αναζωογονηθεί
η Σικελία και όταν όλα μπήκαν σε μία τάξη, έκανε την πλέον αψυχολόγητη κίνηση
για έναν μεγάλο πολιτικό. Αποσύρθηκε. Οι Συρακούσιοι, ευγνώμονες, του δώρισαν
ένα κτήμα έξω από την πόλη, όπου ο ευεργέτης τους πέρασε το υπόλοιπο της ζωής
του. Και όποτε στην πόλη ανέκυπτε σοβαρό θέμα, ζητούσαν την άποψή του. Κι αυτός
γνωμοδοτούσε, μόνον αν του το ζητούσαν. Η ευταξία κράτησε όσο ζούσε ο Τιμολέων.
Μετά το θάνατό του, η ιστορία επαναλήφθηκε ξανά και ξανά μέχρι Έλληνες
(δημοκρατικοί, ολιγαρχικοί, τυραννικοί) και Καρχηδόνιοι υποταχθούν στους
Ρωμαίους. Έτσι ο τόπος ησύχασε, αλλά οι μισοί Έλληνες έγιναν σκλάβοι όπως και
τα παιδιά τους και τα εγγόνια και τα δισέγγονα. Και οι Καρχηδόνιοι
εξαφανίστηκαν ως έθνος στα αποκαΐδια της ισοπεδωμένης πόλης τους και στα
ρωμαϊκά σκλαβοπάζαρα.
Άλλη περίπτωση μεγάλου ανδρός είναι ο βασιλιάς Ιωάννης Γ΄
Δούκας Βατάτζης. Έζησε στους δύσκολους χρόνους μετά την άλωση της Πόλης από
τους Σταυροφόρους. Ο προκάτοχός του Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης με την ψυχή στο στόμα
κατόρθωσε να περισώσει από τη λαίλαπα των Χριστιανών της Δύσης και των Τούρκων
της Ανατολίας ένα κρατίδιο στην βορειοδυτική Μικρά Ασία γύρω από την Νίκαια. Ο
Ιωάννης, ως άξιος διάδοχος, υπερδιπλασίασε το κράτος που παρέλαβε πολεμώντας
στην κυριολεξία εναντίον όλων. Στα 32 χρόνια που κυβέρνησε πολέμησε εναντίον
Σελτζούκων Τούρκων, Φράγκων της Κωνσταντινούπολης, Φράγκων της Πελοποννήσου, Βουλγάρων,
Βυζαντινών της Ηπείρου, Βυζαντινών της Ρόδου, Γενουατών, και Βενετών. Και
κάποιων συνωμοτών. Επίσης συμμάχησε και με τους περισσότερους από αυτούς. Ένας
στρατιωτικός του 19ου αιώνα υποστήριξε ότι ο πόλεμος απαιτεί τρία
πράγματα: χρήματα, χρήματα, χρήματα. Ο Ιωάννης όμως επιδόθηκε και σε πάμπολλα
κοινωφελή έργα και οργάνωσε την οικονομία με τέτοια τρόπο ώστε τα χρήματα να
επαρκούν και για τις συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις και για την κοινωνική
πρόνοια. Όπως όλοι οι σοβαροί βασιλείς (βάση + λαός) ευνόησε τις χαμηλές
κοινωνικές τάξεις ώστε να αποτελούν αντίβαρο απέναντι στους πλούσιους
αριστοκράτες, τους οποίους δεν μπορούσε να καταπολεμήσει ευθέως. Ενδιαφέρθηκε
ιδιαίτερα για το εμπόριο και τη βιοτεχνία και για παραμεθόριους πληθυσμούς
θέσπισε φορολογικές ατέλειες με την υποχρέωση να υπερασπίζονται τα σύνορα από
τους πλιατσικολόγους Τούρκος νομάδες, όπως και έγινε. Έτσι σε ένα κρατίδιο
απειλούμενο πανταχόθεν επικράτησε ειρήνη και ηρεμία που επέτρεψε την απρόσκοπτη
άνθηση της οικονομίας, των τεχνών και των γραμμάτων. Από την άλλη ο βασιλιάς
μείωσε τις εισαγωγές, από τις οποίες έχανε χρήματα το κράτος και κέρδιζαν οι
Ιταλοί έμποροι (σημειωτέον ότι οι Βενετοί είχαν λάβει τη μερίδα του λέοντος από
την άλωση της Πόλης), και αύξησε τις εξαγωγές. Όταν οι Μογγόλοι κατέστρεψαν το
Σουλτανάτο των Σελτζούκων Τούρκων, οι τελευταίοι για κάποια χρόνια αγόραζαν από
τους Βυζαντινούς της Νίκαιας τρόφιμα με αντάλλαγμα είδη πολυτελείας, τα οποία
στη συνέχεια οι Βυζαντινοί μεταπουλούσαν στους Βενετούς και Γενουάτες εμπόρους.
Η συνετή διαχείριση του Ιωάννη εκφράστηκε με το λεγόμενο «ωάτον στέμμα», δηλαδή
το «στέμμα των αυγών». Από τα κέρδη των πωλήσεων αυγών του προσωπικού κτήματός
του, έφτιαξε ένα στέμμα με πολύτιμους λίθους το οποίο δώρισε στη γυναίκα του.
Αυτό που επεδίωκε να δείξει ήταν τα αποτελέσματα της σωστής διαχείρισης, όχι το
στέμμα. Άλλωστε αντιπαθούσε την πολυτέλεια και έκανε τα πάντα για να την
περιορίσει. Και προσπάθησε να μετριάσει την παντοτινή τάση των ανθρώπων προς
την πολυτέλεια περιορίζοντας τις εισαγωγές πολυτελών ειδών. Αναφέρεται ότι
επέπληξε τον ίδιο το γιο του όταν τον είδε ντυμένο με πολυτελή ρούχα, καθώς «αυτά
τα ρούχα είναι αίματα των Ρωμαίων» (σ.σ
«Βυζαντινών»). Και του υπενθύμισε ότι κάθε δαπάνη πρέπει να γίνεται για τους
υπηκόους, διότι «ο πλούτος των βασιλέων, των υπηκόων λογίζεται». Όλα τα
παραπάνω επιτεύχθηκαν με χαμηλή φορολογία για όλους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο
λαός ανακήρυξε τον βασιλιά «άγιο» πολύ πριν το κάνει η επίσημη Εκκλησία και του
έδωσε το προσωνύμιο «Ελεήμων».
Επίσης κινήθηκε δραστήρια στον διπλωματικό στίβο. Έχοντας
να αντιμετωπίσει αντιπάλους πολύ ισχυρότερους από το μικρό κράτος του, επιδίωξε
να αποσοβήσει τις απειλές διά της πλαγίας οδού. Ένας από τους πλέον
επικίνδυνους και επίμονους αντιπάλους ήταν η παπική Αγία Έδρα. Η τελευταία δυσφορούσε
αφάνταστα από την ανανεωμένη ορμή των «σχισματικών» Βυζαντινών, οι οποίοι είχαν
βάλει στόχο να ανακτήσουν την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους. Για τον λόγο
αυτό, ο Ιωάννης κρατούσε συνειδητά ανοιχτό το θέμα της ένωσης Δυτικής και
Ανατολικής Εκκλησίας, χωρίς όμως να ελπίζει σε κάποια ουσιαστική πρόοδο. Από
την άλλη πέτυχε τη σύναψη συμμαχίας με τον Γερμανό αυτοκράτορα και όταν οι
σχέσεις με τον Πάπα επιδεινώθηκαν επικίνδυνα, χρησιμοποίησε τον σύμμαχό του.
Όντως ο Γερμανός Φρειδερίκος Β’ Χοενστάουφεν, άσπονδος εχθρός της παποσύνης και
αφορισμένος ο ίδιος, εμπόδισε τα νέα σταυροφορικά στρατεύματα που συγκέντρωνε ο
Πάπας προς ενίσχυσιν των Φράγκων της Πόλης, να διεκπεραιωθούν από την υπό
γερμανική κατοχή Ιταλία στα Βαλκάνια. Μάλιστα, οι χρονικογράφοι της εποχής
διασώζουν ένα μέρος της αλληλογραφίας μεταξύ Ρώμης και Νίκαιας, όπου μπορούμε
να θαυμάζουμε την αγέρωχη και περήφανη στάση του Βυζαντινού ηγεμόνα. Σε όλες
τις απειλές του Πάπα ο Ιωάννης απάντησε ότι ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης
ανήκε δικαιωματικά «στο γένος μας αφού εμείς είμαστε οι διάδοχοι του Μεγάλου
Κωνσταντίνου». Επίσης ότι δεν θα σταματήσει ποτέ να μάχεται και αν κάποιος
δυσανασχετεί για αυτό και οπλίζεται εναντίον των Βυζαντινών, οι τελευταίοι θα
τον αντιμετωπίσουν, πρώτον με τη βοήθεια του Θεού και δεύτερον με το πλήθος των
όπλων και των ανδρών που διαθέτουν! Ας φέρουμε στο μυαλό μας την ενδοτική
εξωτερική πολιτική του νεοελληνικού κράτους. Την πολιτική της λογικής «δεν
διεκδικούμε τίποτα, δεν προκαλούμε» επειδή δεν είμαστε σε θέση ισχύος και
επειδή όλα εξαρτώνται από την Αμερική, από τις Βρυξέλλες, από το Βερολίνο, από
το Άμστερνταμ και το Λονδίνο και από τη Λέσχη Μπίλντεμπεργκ και από το
Καφενείον η Ωραία Θέα και τέλος πάντων από κάθε έναν εκτός από εμάς. Κι ας
φωνάζουν και απειλούν όλοι οι άλλοι. ΟΛΟΙ οι άλλοι. Γείτονες και μη, ισχυροί
και ξυπόλητοι.
Και μία τελευταία επισήμανση: Ο Ιωάννης έπασχε από χρόνια
επιληψία, η οποία εν τέλει τον κατέβαλε.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 4 Νοεμβρίου. Κάθε χρόνο.
Οι χαλεποί καιροί της Τουρκοκρατίας προσφέρουν άπειρα
παραδείγματα ανθρώπων αλλά και κοινωνιών που μεγαλούργησαν. Γνωστά παραδείγματα
οι ακμάζουσες κοινωνίες πολλών νησιών, όπως οι Σπέτσες, η Ύδρα, τα Ψαρά που με
τους στόλους τους όργωναν τη Μεσόγειο. Αν και χριστιανοί σε μουσουλμανικό
κράτος, αν και ραγιάδες εξαρτώμενοι από την καλή διάθεση του κάθε τοπικού πασά,
οι νησιώτες ρίχτηκαν στη θάλασσα και έφεραν τα πάνω κάτω για να επιβιώσουν. Δεν
περίμεναν ούτε επιδοτήσεις ούτε τους απογόνους των Βανδάλων να έρθουν στα
ηλιόλουστα νησιά τους ως μέθυσοι τουρίστες. Φυσικά δεν τους πήγαιναν όλα κατ’
ευχήν. Η πειρατεία ήταν η μάστιγα της οθωμανικής Μεσογείου, οι συχνοί
βενετο-τουρκικοί πόλεμοι απομυζούσαν τη δυναμικότητα των Ελλήνων ναυτικών κλπ. Και
ούτε έγιναν όλοι οι νησιώτες από τη μια στιγμή στην άλλη καραβοκύρηδες. Όμως πάλεψαν
και κατάφεραν να βελτιώσουν τη μοίρα τους σε πολύ μεγάλο βαθμό. Έτσι τις
παραμονές της Επανάστασης του 1821 καθένα από αυτά τα νησάκια εμφανίζεται με
τεράστιους στόλους που από την πρώτη στιγμή τάχθηκαν υπέρ της εθνικής υπόθεσης.
Και για να έχουμε μια εικόνα της ευρωστίας και του πλούτου των νησιών
αναφέρουμε ενδεικτικά ότι η Ύδρα πρόσφερε άνω των 100 μεγάλων εμπορικών πλοίων,
που μετατράπηκαν σε πολεμικά.
Άλλες περιπτώσεις ευημερουσών κοινωνιών ήταν η Χίος, τα
χωριά του Πηλίου κ.ά. Οι κοινωνίες αυτές είχαν καταφέρει να αποσπάσουν κάποιο
βαθμό αυτοδιοίκησης, για διάφορους λόγους. Ενδεικτικά, στη Χίο επιτράπηκε
καθεστώς αυτονομίας από το οθωμανικό κράτος χάριν στην παραγωγή μαστίχας, η
οποία άρεσε πολύ στο χαρέμι του Σουλτάνου. Έτσι το νησί παρουσίασε αξιόλογη
οικονομική και πνευματική ανάπτυξη μέχρι το 1822, οπότε επαναστάτησε και
καταστράφηκε από τον οθωμανικό στόλο.
Ανάλογα παραδείγματα μπορούν να βρεθούν πάρα πολλά. Αλλά
για να μην πάρουν τα μυαλά μας αέρα καλό θα ήταν να αναφερθούν και αρνητικά
παραδείγματα ανθρώπων και κοινωνιών που ενέδωσαν στις πιέσεις των καιρών. Στην
Τουρκοκρατία αρκετές κοινότητες αλλαξοπίστησαν, κάποιες μάλιστα μαζί με τους
πνευματικούς τους πατέρες, ιερείς και δεσπότες. Αρκετοί γονείς έδιναν πρόθυμα
τα παιδιά τους στους στρατολόγους του Σουλτάνου, ώστε σαν γενίτσαροι να
εξασφαλίσουν μία καλύτερη ζωή από αυτή του ραγιά. Και φυσικά τα πλέον πρόσφατα
παραδείγματα αντλούνται από την περίοδο της Κατοχής. Όταν συμπατριώτες μας
εκμεταλλεύονταν την τότε κρίση προς όφελός τους. Σήμερα ακούμε συνεχώς ότι οι
κρίσεις ενέχουν ευκαιρίες και ότι αν κάποιος αντιληφθεί τα κελεύσματα των
καιρών μπορεί να κάνει χρήματα… Όχι κάτι άλλο. Χρήματα. Εν ολίγοις, αν είσαι
καταφερτζής και αετονύχης, όλο και κάποιον ταλαίπωρο θα βρεις να
εκμεταλλευτείς. Ακριβώς όπως κάποιοι από τους προγόνους μας εκμεταλλεύτηκαν την
ευκαιρία, που τους παρουσιάστηκε σαν δυστυχία των συνανθρώπων τους. Με τη
λογική αυτή η περίοδος 1941-1944 θα πρέπει να ονομαστεί «Περίοδος Εκπτώσεων» ή
«Μεγάλες Προσφορές» και όχι Κατοχή, ενώ οι δοσίλογοι και οι μαυραγορίτες ας
βαπτιστούν «Crisis Manager».
Εν κατακλείδι η Ιστορία διδάσκει πολλά και μπορεί να
προτείνει λύσεις για ακόμη πιο πολλά. Στη δική μας ευχέρεια και συνείδηση
εναποτίθεται από τι και πως θα διδαχθούμε. Αμήν.

μπραβο βησαριωνα. μαρεσε και το θεμα και η γραφη σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήγρηγορησ κωστακης
Ωχ, τώρα είδα το σχόλιό σου, Γρηγόρη. Να 'σαι καλά! Ελπίζω να μην ήταν πολύ κουραστικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒηςς
πολυ ωραίο Βησσαριον , πολυ καλη η αντιπαράθεση... Εφη
ΑπάντησηΔιαγραφή