Όταν γυρνούσα
στον «Εξώστη», έτσι ονόμαζα ένα μικρό studio που νοίκιαζα στην ταράτσα μιας
πολυκατοικίας, την εποχή που στην Κομοτηνή νοικιάζονταν πανάκριβα ακόμη και τα
κοτέτσια, την έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα. Μια γυναίκα κάπου εκεί γύρω στα πενήντα,
υπέρβαρη, με τα μαλλιά μονίμως αχτένιστα και το βλέμμα να χάνεται κάπου στο
βάθος. Κοιτούσε τόσο παράξενα που θα έλεγες ότι μπορούσε το βλέμμα της να
διαπερνά το σώμα σου ή ό,τι άλλο στεκόταν μπροστά της εμπόδιο. Όταν ήταν καλά
και άκουγε τα βήματά μου να ανεβαίνουν πάντα βιαστικά τα σκαλοπάτια άνοιγε την
πόρτα να με χαιρετήσει. Δεν έλεγε τίποτα, στεκόταν στο κατώφλι και χαμογελούσε
ή κούναγε το χέρι. Μερικές φορές πάλι έσπαγε τη σιωπή και με ρωτούσε με τι
ήρθα; «Με τα πόδια» της έλεγα «γιατί δεν πετάς;» με ρωτούσε απορριμμένη σχεδόν
με την επιλογή να περπατώ! Όταν δεν ήταν καλά, τα στορ των παραθύρων παρέμειναν
για μέρες κατεβασμένα. Κοιτώντας τα, πριν μπω ακόμη στην πολυκατοικία με τον
«Εξώστη» μου, ήξερα αν θα συναντήσω ή όχι την Τούλα, έτσι την έλεγαν την μυστηριώδη
γειτόνισσά μου. Η κυρία Σάσα, η συνταξιούχος του 1ου ορόφου που επιμελούνταν το
«φακέλωμα» του καθενός μας προσωπικά, μου είχε πει ότι η Τούλα ήταν «τρελή». Το
είχε πει μάλιστα χαμηλώνοντας την ένταση της φωνής της, σχεδόν ψιθυρίζοντας, με
τον ίδιο τρόπο που οι γειτόνισσες στο χωριό μου ψιθυρίζουν ακόμη με φόβο την
λέξη «καρκίνος», όταν δεν λένε: «από αυτή την αρρώστια» Ψυχικά ασθενής η Τούλα
και με μια καρδιοπαθής, ηλικιωμένη μάνα να την προσέχει, είχε αποπειραθεί να
πέσει δύο φορές από την ταράτσα στο πεζοδρόμιο. «Όσο κι αν σε παρακαλέσει μην
της ανοίξει την πόρτα για την ταράτσα» μου είχε ζητήσει η μάνα της.
Η Τούλα, όταν
ήταν καλά, έβαζε δύο ροζ πιαστράκια στα μαλλιά και ζωγράφιζε στον τοίχο μικρά
ανθρωπάκια. Μια φορά την βρήκα να κλαίει στα σκαλοπάτια «Γιατί κλαις;» την
ρώτησα «Δεν μου μιλάνε» μου απάντησε δείχνοντας τις μουτζούρες της στον τοίχο.
Όταν συγχωρέθηκε η μάνα της, εγώ είχα ξενοικιάσει τον «Εξώστη» (δεν μπορούσε να
φιλοξενήσει ταυτόχρονα κι εμένα και τα βιβλία, τα περιοδικά και τις εφημερίδες
που μανιωδώς τότε συγκέντρωνα), έμαθα από την κυρία Σάσα που το είχε σε καλό,
κάθε φορά που με συναντούσε, να μου δίνει πλήρες ραπόρτο για τους παλιούς
συγκατοίκους, ότι κάποιοι μακρινοί συγγενείς «έστειλαν», έτσι είχε πει, την
Τούλα σε Ίδρυμα. Με τον καιρό και εντελώς τυχαία έμαθα ότι η Τούλα τελικά τα
είχε καταφέρει: «Πέταξε», όπως έλεγε, πέφτοντας από την ταράτσα.
Το «πέταγμα» της
Τούλας θυμήθηκα ακούγοντας την είδηση της αυτοκτονίας του 77χρονου άνδρα στο
Σύνταγμα. Άλλοι οι λόγοι που τον οδήγησαν στο δικό του «πέταγμα», τους έγραψε ο
ίδιος με το αίμα του, δεν δικαιούμαι να προσθέσω το παραμικρό. Μόνο ένα μικρό,
σύντομο ερώτημα στους πολιτικούς μας, μια που εκλογές πλησιάζουν. Θα ήθελα να
τους ρωτήσω: Αν ξέρουν ότι υπάρχουν 1.500 άνθρωποι που αυτοκτόνησαν τα τρία
τελευταία χρόνια για χρέη, ότι υπάρχουν 1 εκατομμύριο άνεργοι, 500.000
“λουκέτα”, 1 εκατομμύριο ανασφάλιστα και χωρίς σέρβις αυτοκίνητα στους δρόµους;
Μπορούν έστω να σκεφτούν ότι υπάρχουν και αυτοί που δεν έχουν φταίξει και
ωστόσο, καιρό τώρα, βιώνουν µιαν άλλη σκληρή πραγματικότητα;
·
To κείμενο είναι της φίλης μου και συναδέλφου Μαρίας Νικολάου που το υπέκλεψα από το Facebook της. Η Μαρία δυστυχώς για όλους μας δεν γράφει σε εφημερίδα ή περιοδικό. Έχει μόνο εκπομπή στην ΕΡΑ Κομοτηνής. Αν δεν την έχετε ακούσει χάνετε. Είναι κάθε πρωί τις καθημερινές. Όπως πάντοτε δεν γράφει, ζωγραφίζει…
To κείμενο είναι της φίλης μου και συναδέλφου Μαρίας Νικολάου που το υπέκλεψα από το Facebook της. Η Μαρία δυστυχώς για όλους μας δεν γράφει σε εφημερίδα ή περιοδικό. Έχει μόνο εκπομπή στην ΕΡΑ Κομοτηνής. Αν δεν την έχετε ακούσει χάνετε. Είναι κάθε πρωί τις καθημερινές. Όπως πάντοτε δεν γράφει, ζωγραφίζει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου