Γράφει ανώνυμος ιατρός από Θεσσαλονίκη
Ως
άτομα και ως σύνολο οδεύουμε προς φαινομενικό αδιέξοδο. Είναι κοινός τόπος ότι
ανά πάσα στιγμή αυτό που βιώσαμε ως Έλληνες και ως Ελλάδα αισθανόμαστε ότι
κινδυνεύει να χαθεί ανεπιστρεπτί.
Οι
περισσότεροι από μας, μετά την αρχική άρνηση να αναγωρίσουμε ότι το πρόβλημα
αγγίζει και το άτομό μας, έχουμε ήδη μπει σε μία διαδικασία ενδοσκόπησης και
αυτοκάθαρσης. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για να μπορέσουμε να επαναπροσδιοριστούμε
ως μονάδες μίας παραπαίουσας κοινωνίας, η οποία βάλλεται έξωθεν και έσωθεν.
Σε
φάσεις δυσχερειών ο άνθρωπος φοβάται ακόμη περισσότερο για την ύπαρξή του. Το
ένστικτο αυτοσυντήρησής του τον απομακρύνει σταδιακά από τη συμπάθεια προς
αυτούς που πάσχουν οδηγώντας τον σε ανταγωνιστικές συμπεριφορές. Οι τελευταίες
μπορούν να προσλάβουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις αντικοινωνικότητας,
προσλαμβάνοντας ακόμη και μορφή ισοδυνάμων καννιβαλισμού.
Ενάντια
στο ένστικτο μπορεί να δράσει μόνον η εκλεπτυσμένη συνείδηση. Ο άνθρωπος, όντας
ψυχή εκτός από σώμα, έχει τη μόνη ελπίδα του στην ανάκληση του προπτωτικού Αδάμ
ως είναι του. Αν προσπαθήσει με τις δικές του, ανθρώπινες δυνάμεις να το
επιτύχει, θα οδηγηθεί αργά ή γρήγορα σε στρεβλά μονοπάτια. Κάτι τέτοιο μπορεί
να γίνει μόνο με τη βοήθεια του Θεού, με προσευχή, μετάνοια, εξομολόγηση και
Θεία κοινωνία.
Η
ιατρική είναι ένα δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο ιατρός είναι διαχειριστής
αυτού του δώρου και ως εκ τούτου έχει μεγάλη ευθύνη που θα του ζητηθεί στη
μέλλουσα κρίση. Από την άλλη ο ασθενής, παράλληλα με τη θεία προσδοκία για
θεραπεία, αισθάνεται την ανάγκη να προστρέξει στα κατά Θεόν δοχεία της
σωματικής ιατρείας. Κύρια αιτία είναι ο πόνος, σωματικός αλλά και ψυχικός.
Είναι
ανθρώπινο να ζητούμε την απαλλαγή από τον πόνο και την ασθένεια. Για το λόγο
αυτό άλλωστε ο θεός επέτρεψε την ιατρική. Η ιατρική ταπεινώνει τον άνθρωπο, ο
οποίος καταφεύγει σε αυτήν και απογυμνώνεται κυριολεκτικά και μεταφορικά
προκειμένου να λάβει ελπίδα ίασης. Μέσω της ταπείνωσης η ιατρική αλλοιώνει τον
άνθρωπο προς το καλό. Αλλά και τον ιατρό ωφελεί τα μέγιστα. Ο μεν ιατρός που δε
δέχεται το Θεό γίνεται άκων δοχείο παροχής θείας βοηθείας στο συνάνθρωπο, ο δε
θεοσεβής και πιστός ιατρός απεκδύεται το ρόλο του θεραπευτού γνωρίζοντας ποιος
είναι ο μόνος Θεράπων. Στα δε υπερβατικά στοιχεία της ιατρικής όλοι οι ιατροί,
αλλά και οι ασθενείς συμμετέχουν κατά την πίστη τους, είτε ως συμπαντικές
συγκυρίες, είτε ως ανάξιοι δέκτες της Θείας χάριτος.
Οι
ιατροί νιώθουν την ανάγκη να βοηθήσουν το συνάνθρωπο, καθώς συνειδητοποιούν τη
σύνδεση της δικής τους παρέμβασης με το θεραπευτικό αποτέλεσμα. Η ανάγκη αυτή
μπορεί να εκφράζεται ως ευσυνείδητη άσκηση του λειτουργήματός τους σε περιόδους
ομαλότητας. Όταν όμως εμφανίζονται κοινωνικές εκτροπές, δεν αρκεί αυτό. Η
εύλογη απαίτηση καθενός ευρισκόμενου σε δεινή θέση να διασφαλίσει το αγαθό της
υγείας καθιστά τους ιατρούς υπεύθυνους για εντονότερη εγρήγορση ώστε να
καλύπτονται ακόμη και όσοι βρίσκονται σε απόλυτη αδυναμία να καλύψουν στοιχειωδώς
τις συμβατικές τους υποχρεώσεις ως προς τις αμοιβές, τις εξετάσεις και τα
φάρμακα.
Η
μικρή διαδρομή σε συνθήκες αυξανόμενης δυσχέρειας έδειξε ότι οι περισσότεροι
ιατροί αγωνιούν μπροστά στον νέο ρόλο που καλούνται να παίξουν. Η αγωνία τους
σχετίζεται με τα όρια που θα πρέπει να βάλουν προκειμένου να διασφαλίσουν
ταυτόχρονα και τη δική τους επιβίωση, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει
πράξη η βοήθεια προς όσους την έχουν ανάγκη.
Αναφορικά
με την αγωνία, το κυρίαρχο θέμα είναι η έλλειψη πίστης. Αυτό αφορά όλους
ανεξαιρέτως. Αν οι ιατροί είχαμε έστω και ψήγματα πίστης, θα είμασταν βέβαιοι
ότι ο Θεός δε θα μας εγκαταλείψει. Έτσι θα σκεπτόμασταν ό,τι άλλο πέραν από το
δικό μας σαρκίο.
Το
επόμενο βήμα είναι η προσευχή για διάκριση. Η διάκριση μπορεί να απαντήσει στα
όρια και τις προϋποθέσεις της προσφοράς, όμως είναι εξαιρετικά σπάνιο να
διαθέτει κανείς αυτήν την πολύ μεγάλη αρετή. Ας προσευχόμαστε όμως κι ας
αναγνωρίζουμε ότι δεν την έχουμε λόγω αναξιότητας – ο Θεός θα οικονομήσει,
χωρίς πάντα να το καταλαβαίνουμε.
Ένα
λεπτό σημείο είναι ο τρόπος παροχής της ιατρικής βοήθειας. Πολλοί συνάνθρωποί
μας, ιδίως όσοι είχαν καλή βιοτή, νιώθουν άβολα και αμήχανα όταν φθάνουν στο
σημείο να ζητούν βοήθεια. Στους ανθρώπους αυτούς είναι καλό να μην κάνει ο
γιατρός αισθητό τον όποιο οίκτο. Επίσης βοηθάει πολύ να πει μία μικρή δική του
ιστορία που να διηγείται πώς ο ίδιος ο ιατρός δέχθηκε βοήθεια από κάποιον άλλο
σε μία στιγμή αδυναμίας. Είναι πολύ χρήσιμο να αισθανθούν, θεραπευόμενος και
θεραπευτής, θεραπευτής και θεραπευόμενος, ότι βρίσκονται στο ίδιο ύψος ενώπιον
του Θεού.
Αν
ο ιατρός καταφέρει να φτάσει σε αυτό το βήμα, ελλοχεύει ένας μεγάλος κίνδυνος:
Καθώς στην πλειονότητα ο ασθενής βοηθείται, ακόμη και λόγω της ανθρώπινης
(δηλαδή κατά Θεόν) αντιμετώπισής του, αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει τον
ιατρό. Μερικές φορές οι ευχαριστίες φτάνουν στην υπερβολή. Όπως και νά ‘χει, ο
κίνδυνος είναι να νομίσει ο ιατρός ότι η παρέμβαση έγινε με τις δικές του
δυνάμεις. Εκεί θα χάσει το όποιο πνευματικό κέρδος πέφτοντας στη θανάσιμη
υπερηφάνεια.
Οι ιατροί που δεν έχουν ως κέντρο της ζωής
τους τον Θεό (όλοι μας, δηλαδή), αναζητούν συνήθως την ικανοποίηση της ανάγκης
του δοκιμαζόμενου συνανθρώπου μέσα από τον εθελοντισμό. Ο εθελοντισμός,
καλύπτει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που συνήθως αλληλοεπικαλύπτεται με αυτό
των μη κερδοσκοπικών σωματείων και εταιρειών. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα
κίνητρα είναι αγνά, όπως το αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης, και άλλες που είναι
πιο συμβατικά, όπως το αίσθημα αυτοπραγμάτωσης και κοινωνικής καταξίωσης.
Φυσικά θεωρούνται ως απευκτέες εξαιρέσεις οι περιπτώσεις όπου οι υπηρεσίες που
εντάσσονται στα πλαίσια εθελοντικής εργασίας καθίστανται αργυρώνητες.
Απάντηση
στην εθελοντική προσπάθεια, που είναι ανθρωποκεντρική και γι’ αυτό ατελής,
είναι η κατά την πρθόδοξη παράδοση διακονία του πλησίον. Ο όρος διακονία
ξεκίνησε από την πρωτοχριστιανική εκκλησία για να αποδόσει την «ενί ψυχή και
σώματι» λειτουργία της εκκλησίας: Ο καθένας νοιαζόταν μόνο για τον άλλο, και
άφηνε τη δική του μέριμνα στους άλλους δια του Θεού.
Τα
χρόνια μας δεν πάσχουν τόσο πολύ από εθελοντισμό. Υπάρχουν, έστω και άμορφες,
ασχημάτιστες, περιστασιακές εκδηλώσεις προσφοράς στο συνάνθρωπο που καλύπτουν
ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής ανάγκης. Όμως ακόμη και αυτού του είδους η
προσφορά πολλές φορές εκφυλίζεται αφού συνήθως υπάρχει, έστω και ενδόμυχα, η
ανάγκη επιβράβευσης και απόδοσης κινήτρων στον εθελοντή.
Ο
χριστιανός όμως θα πρέπει να απελευθερώνεται από αυτή τη λογική της ανταπόδοσης
και να μεταβεί στην υπέρ-λογη λογική της απροϋπόθετης αγάπης. Ο χριστιανός
ιατρός καλείται να δει τον εαυτό του ως φορέα ενός μεγάλου προνομίου, και
ταυτόχρονα μίας βαριάς κληρονομιάς. Το χάρισμα της ιατρικής είναι μια ευλογία
αλλά και συνάμα μία κατάρα για την ψυχή του ιατρού. Ο ιατρός θα πρέπει να
καταστεί ταπεινότερος όλων προκειμένου να σηκώσει, με τη βοήθεια του Θεού, ένα
μικρό μέρος από τον μεταπτωτικό Αδάμ. Και αυτό όχι διότι θα είναι άξιος, αλλά
κατά παραχώρηση Θεού.
Προϊόν
του θείου αυτού παραδείγματος είναι η κατά Θεόν κοινωνία. Η ταπείνωση καίει το
διάβολο και τους αγγέλους του και ελκύει τη χάρη του Θεού, αλλοιώνοντας προς το
καλό και όλους όσους μετέχουν σε τούτη την πρόγευση του Παραδείσου.
Αντίδοτο
λοιπόν στην πάσης φύσεως πενία, είναι η ορθόδοξη διακονία δια του μόνου ιατρού
της πενίας της τσέπης, της πενίας των ιδεών, της πενίας του πνεύματος: Του
Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.
Σχόλιο Νάντιας Νάκου: Φιλί ζωής για τον Έλληνα που νιώθει ότι πεθαίνει, λόγω της σημερινής μαύρης ημέρας που ξημερώνει, αποτελεί αυτό το άρθρο του ιατρού από τη Θεσσαλονίκη που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του και το σεβάστηκα.Τον ευχαριστώ που το δημοσιεύει στο ταπεινό μου blog.Όσοι θέλετε να μπλοκάρετε την μαυρίλα, διαδώστε το!
Έβαλα φωτογραφίες Ανάργυρων Ιατρών που έγιναν Άγιοι και εύχομαι να τον φυλάνε όπως και όλους τους ιατρούς μας που έχουν το Πνεύμα Θεού.
Μία δημοσίευση για την οποία αφορμή στάθηκε το πιο πάνω κείμενο: http://www.pfy.gr/forum/index.php/topic,3519.msg26605/topicseen.html#msg26605
ΑπάντησηΔιαγραφή