Γράφει η Άννα Λασχαρίδου, φιλόλογος
@ Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι ρομαντικός
ονειροπόλος πραγμάτων φανταστικών ή εκφραστής συναισθημάτων επιθυμητών χωρίς
αντίκρισμα. Είναι ένας ρεαλιστικός συγγραφέας. Eρωτεύεται το
συγκεκριμένο κι όχι το αφηρημένο. Κάθε ήρωάς του έχει το όνομα και το επώνυμό
του, κάθε τοποθεσία την ονομασία της. Ο Παπαδιαμάντης αραδιάζει ένα σωρό
ονόματα ηρώων χωρίς να υπερτονίζει τον έναν και να υποτιμά κάποιον άλλο. Κάτι
τέτοιο συμβαίνει διότι δεν υπάρχουν στα έργα του ήρωες πρώτής και δεύτερης
κατηγορίας ˙ όλοι είναι ισάξιοι, πρωταγωνιστές και κομπάρσοι. Όλοι αυτoί
βαραίνουν το ίδιο στη ζυγαριά, γιατί όλοι, με τους καημούς και τα μεράκια τους,
με τις μεγαλοσύνες και τις μικρότητές τους, είναι τέκνα Θεού, καταξιωμένα και
καθαγιασμένα απ' Αυτόν.
(Κuριάκος Πλησής, «Ο Παπαδιαμάντης και ο
Κόσμος του»,σσ.77-86.)
@ Ο Παπαδιαμάντης [...] προς
απελπισίαν των κριτικών και ευφροσύvην των αναγνωστών του, αποτυγχάνει ως
(ρεαλιστής) πεζογράφος, όχι γιατί δεν είχε τις οικείες λογοτεχνικές ικανότητες,
αλλά γιατί είχε, ως άνθρωπος το θείο χάρισμα να θεάται τoν κόσμo σαν ποιητής
και κατόρθωσέ, ως δημιουργός, να ενοφθαλμίσει στην (ρεαλιστική και
νατουραλιστική) πεζογραφία του τους
τρόπους και τις δυνατότητες της ποίησης. [...] Παρόμοια απόχρωση του
ρεαλιστικού στοιχείου έχει και το διήγημα με το οποίο ασχολούμαστε όπου τα
περισσότερα στοιχεία του κινούνται στο χώρο του συμβολισμού, τόσο του
υπερβατικού, όσο και του προσωπικού. Στο πλαίσιο αντίθεσης του συγγραφέα
ανάμεσα στο θλιβερό παρόν του και στο ευτυχισμένο του παρελθόν το αποτέλεσμα
της φθαρτικής επίδρασης του χρόνου, συμβολοποιείται, σε προσωπικό επίπεδο, με
την τότε παρουσία του περικaλλλoύς δέντρου, της ανάσσης του δρυμού και
την τωρινή εξαφάνισή της, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο «Όνειρο στο κύμα» όπου
δεν μένει τίποτε από την ηρωίδα παρά μόνο η ανάμνησή της.
(Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Αλέξανδρος
Παπαδιαμάvτής»[παρουσίαση ανθολόγηση]:
@
Τον όρο «ειδύλλιο» και «ειδυλλιακή διάσταση» προκειμένου για τον Παπαδιαμάντη δεν πρέπει
να τα δούμε στενά, απλώς ως απόδοση της ζωής της αγροτικής κοινωνίας της
Σκιάθου με εξιδανικευμένη πιστότητα. Πρέπει να τ΄ αντιμετωπίσουμε σαν τις
απεικονίσεις της επιστροφής στο χωριό, στην αθωότητα και την παράδοση. Ο Παπαδιαμάvτης
δεν είναι απλώς συγγραφέας που «σπουδάζει εκ του σύνεγγυς» και συγχρονικά το
ελληνικό χωριό, αλλά ένας συγγραφέας ο οποίος από την πρωτεύουσα που
εξευρωπαΐζεται και εστιάζει τη ματιά του σε μια συγκεκριμένη περιοχή, τοπικά.
(εγγύς αγροτοποιμενικό παρελθόν της Σκιάθου) και, αργότερα και χρονικά.
απομακρυσμένη (παιδική ηλικία), προκειμένου να αναδημιουργήσει έναν
«μικρόκοσμο», μέσω του οποίου συλλαμβάνει ό,τι θεωρείται κάθε φορά γι' αυτόν
πρόσφατη εκδοχή του Παραδείσου. Με αυτόν τον τρόπο κείμενo του γίνεται ένα
ταξίδι μέσω της μνήμης για "ανα- απο-κάλυψη" της χαμέvης ενότητας του
ανθρώπινου προσώπου και του φυσικού κόσμου. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, η μνεία
αυτοβιογραφικών στοιχείων ή αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας δεν εξαντλείται αν
διαβαστεί ως συγκεκριμένη πληροφορία. Μάλλον κερδίζει, εφόσον λειτουργεί ως
"εξιδανικευμένη απεικόνιση ενός απομακρυσμένου τρόπου ζωής".
(Γ.
Φαρίνου Mαλαματάρη, «Η Ειδυλλιακή Διάσταση της Δραματoγραφίας του Παπαδιαμάντη.)
@ Μέσα στο ηθογραφικό πλαίσιο ο
Παπαδιαμάντης ζωντανεύει τον κόσμο του με τη συγγραφή του, τον τρόπο της
ομιλίας του, που συνιστά τη μοναδικότητά του σ' ένα γλωσσικό κράμα καθαρεύουσας και
εκκλησιαστικής γλώσσας ξεδιπλώνει την αφηγηματική του άνεση διαποτισμένη από
γνήσια ποιητική πνοή η οποία "δένει" αρμονικά με το ρεαλισμό στην
απόδοση των καταστάσεων και τη διαγραφή των απλών και ταπεινών ηρώων. Αυτός ο
μαγικός ρεαλισμός συνιστά την ιδιαίτερη γοητεία και τη μοναδικότητα του
Παπαδιαμάντη.
(Κώστας Mπαλάσκας. Εισαγωγή στο τευχίδιο: Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης, Έρως - Ήρως)
Τα θέματα και οι ήρωες του Παπαδιαμάντη
& Όλα τα πρόσωπα
και τα γεγονότα προέρχονται από την αντικειμενική πραγματικότητα, καθώς αυτή
έχει περάσει στην ανάμνηση από την οποία κρατούν μιά έκτακτη ζωντάνια και μία
σχεδόν φυσική παρουσία. Συχνά δίνουν την εντύπωση, ότι προκύπτουν μέσα από τη
ζωή σαν έξω από την τέχνη ή πριν απ' αυτήν, σαν να συνεχίζουν τον εαυτό τους
περνώντας από τη γήινη τους κίνηση και υπόσταση έξαφνα μέσα στο χώρο της
τέχνης. Οι ήρωες έχoυν τις ιδέες του, τις
αντιλήψεις του, τη νοοτροπία του, την πίστη και τη μελαγχολία του σαν να
πρόκειται γι α άλλες τόσες περιπτώσεις αποχρώσεων του προσώπου του παρά ταύτα
μέσα στην αντικειμενικότητα αυτή περνά η προσωπική αίσθηση και συγκίνηση του
συγγραφέα. Υπάρχει κατά βάθος μέσα στο αντικείμενο η έκφραση του υποκειμένου, η
διάχυση της ατομικής του ψυχής. Τα πρόσωπα, ενώ έχoυν δικιά τους, ρεαλιστικά
δοσμένη, υπόσταση και ανεξαρτησία, είναι συνάμα και κατά κάποιο τρόπο «σύμβολα»
του υποκειμένου. Υπάρχει μια βαθύτερη
σύμπτωση ή συμφωνία, με την ψυχική ή μουσική σημασία του όρου, ανάμεσα στο
συγγραφέα και στα πλάσματά του, μέσα σε μια λυρική θεώρηση των ανθρώπων και των
πραγμάτων. Μα κι εδώ υπάρχει μια ανάλογη σύνθεση αντιθέσεων. Μέσα στο στενό
χώρο τοπίου και ζωής ο συγγραφέας κατορθώνει να δώσει έκταση και πλάτος
εποπτείας ψυχικών καταστάσεων και
ανθρώπινων φυσιογνωμιών.
(Γιώργος
Θέμελης, «ο Παπαδιαμάvτης και ο Κόσμος του»)
Η αφηγηματική τεχνική στον Παπαδιαμάντη
Ότι ο Παπαδιαμάντης έκλεισε μες στις
αναμνήσεις του ένα υπολογίσιμο τμήμα της ζωής του, δεν χωρεί αμφιβολία. Αρκεί
μια πρώτη οριζόντια, ανάγνωση για να δείξει πώς τα «διηγήματα» αυτά αποτελούν,
ανάμεσα στα άλλα, και μιάν αναντικατάστατη βιογραφική πηγή. Έχουμε να κάνουμε
μ' ένα χρονικό, όπού όχι μόνο τα παιδικά χρόνια στη Σκιάθο, αλλά και η αθηναϊκή
περίοδος του συγγραφέα μας, και τα βιώματα και τα οράματα και τα αδιέξοδά του,
μας προσφέρονται πλουσιοπάροχα. Κάποτε, η εντύπωση πως στο διήγημα
ενσωματώνονται σελίδες από ένα προσωπικό ημερολόγιο είναι κυριαρχική. Ο αφηγητής
εμφανίζεται με την πραγματική ταυτότητα του ή κρύβεται πίσω από ψευδώνυμα.
(Π. Μουλλάς, «Το Διήγημα, Αυτοβιογραφία του
Παπαδιαμάντη»)
# Είναι αληθινό
ότι ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφείται. Έτσι, όπως κάθε συγγραφέας -και ο
Παπαδιαμάντης- «αυτoβιoγραφείται». Εννοούμε ότι κάθε άξιος συγγραφέας αντλεί τη
γλώσσα του, τη φρασεολογία του, τις εμπειρίες του, τις εμπνεύσεις του, ιδίως
την επένδυση των εμπνεύσεών του, από μέσα του, από την τεράστια παρακαταθήκη
βιωμένων πραγμάτων και καταστάσεων και γεγονότων μεταμορφωμένων πια σε λέξεις
και φράσεις, που ο κάθε συγγραφέας και ο κάθε άνθρωπος διαθέτει. Δεν εννοούμε
ότι ο συγγραφέας αναπαριστάνει τη ζωή του, αν και δεν είναι εκ των προτέρων
καταδικάσιμο, oύτε και αυτό. Εξαρτάται από την τομή και το δόσιμο που θα γίνει
[...].
Ο
Παπαδιαμάντης μπορεί να ονομασθεί πιο πολύ βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός
συγγραφέας.
Ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί την ίδια εντύπωση με όλους εκείνους τους συγγραφείς
που είναι παραστατικοί και μερακλήδες σκηνογράφοι. Δημιουργεί δηλαδή την
εντύπωση ότι τα έζησε όλα αυτά για τα οποία γράφει, ενώ ακόμη και δια της
κοινής λογικής μπορούμε να βρούμε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό. Υπάρχει στο έργο
του ένα πλήθος ιστοριών τις οποίες για λόγους απλούς δεν μπορεί να τις έζησε ο
ίδιος, αλλά πρέπει να τις άκουσε, να τις είδε ίσως εκ του μακρόθεν και προπαντός
να τις έμαθε από άλλους ή παλαιότερους. Οι ιστορίες αυτές είναι πλασμένες ή
ξαναπλασμένες από τον συγγραφέα με τα υλικά του χώρου τους. Και έτσι οι
αλλότριες ιστορίες του γίνονται αφορμή για την πιο μεγάλη απόλαυσή του. Να
βγάλει και να ξαναβγάλει από μέσα του τα αγαπητά του πράγματα, τις με
περιεχόμενο λέξεις και να τις αραδιάσει για μια ακόμα φορά μέσα σ' ένα κομμάτι
του χώρου του. Και προκύπτει έτσι ένα κράμα ζεστής ζωής, με όλα τα
συμπαρομαρτούντα της επαρχιακής ζωής τον καιρού του.
(Γιώργος
Ιωάννου, «Ο της Φύσεως 'Ερως».)
# Όλες οι
ιστορίες στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη διαδραματίζονται στη σύγχρονη με τον
συγγραφέα πραγματικότητα που ταυτίζεται με τη διάρκεια της ζωής του. Η σύνδεση
του χρόνου των ιστοριών με τον χρόνο μιας αντικειμενικής, εξωτερικής
πραγματικότητας γίνεται φανερή, ιδιαίτερη και από πολλές απόψεις σημαντική
κατηγορία συγκροτούν τα διηγήματα, στα οπoία o αφηγητής παρουσιάζει σε πρώτο πρόσωπο τη δική του ιστορία ή μια ιστορία όπου ο
ίδιος είναι ένας από τους κεντρικούς ήρωες [...].
Όσα συγκροτούν την αφήγηση στα «πρωτοπρόσωπα»
αυτά διηγήματα δεν διαδραματίζονται πια απλά και μόνο στην εποχή του
συγγραφέα, αλλά φαίνεται να αποτελούν κομμάτι της ζωής του. Δεν είναι, λοιπόν,
παράξενο το ότι τα διηγήματα αυτά έχουν χαρακτηριστεί από την κριτική «αυτοβιογραφικά»)
και έχουν χρησιμοποιηθεί για την άντληση πληροφοριών ή την εξαγωγή
συμπερασμάτων που αφορούν τη ζωή του συγγραφέα τους, ερωτική και μη, την
προσωπικότητα, τον ψυχισμό ή τη δοκιμασία του ηθικού του κόσμου. [...].
Ο
τόπος
όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη με άλλα λόγια το σκηνικό
μέσα στο οποίο ξετυλίγεται η δράση των διηγημάτων του, είναι κατά πρώτο,
βέβαια, λόγο ο τόπος της γεννήσεώς του, η Σκιάθος, «νησί ελληνικό», αλλά και η
Αθήνα, δεύτερη του πατρίδα, όπου έζησε πάνω από το μισό της ζωής του» [...]. Οι
δύο λοιπόν αυτοί τόποι της διηγηματογραφίας του συνθέτoυν τον βιωμένο
χωρόχρονο, απ' όπου ο συγγραφέας αντλεί διαρκώς το προκειμενικό υλικό του.
Την Σκιάθο ο Παπαδιαμάντης
περιγράφει με τόσο πιστό και αναπαραστατικό τρόπο, ώστε ο αναγνώστης του είναι
σχετικά εύκολο να ταυτίσει το σκηνικό πολλών διηγημάτων με τα πραγματικά
σκιαθίτικα τοπία. Τα τελευταία παρουσιάζονται στο κείμενο άλλοτε πανοραμικά,
από έναν υψηλότερο ή μακρύτερo σημείο θέασης. [...] και άλλοτε με μεγεθυντική
και σχεδόν φωτογραφική εστίαση σε χαρακτηριστικές λεπτομέρειες [...]. Κάθε τι
από τους εξωτερικούς αλλά και τους εσωτερικούς σκιαθίτικους τόπους και χώρους
αξιοποιείται από τον συγγραφέα για τις διαφορετικές κάθε φορά σκηνογραφικές
ανάγκες του διηγήματος και όλα τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα και τα
ονόματά τους.
Παράλληλα
με την ακινητοποίηση του χρόνου βαίνει, στο τυπικό παπαδιαμαντικό
διήγημα, και η έλλειψη έντονης και φανερής δράσης. Αυτό οφείλεται. είτε
στον ασήμαντο ή και ανύπαρκτο μύθο [...] είτε στην εσωτερίκευση της δράσης και
την αντικατάστασή της με «γεγoνότα» τoυ ψυχικού βίου προς όφελος των χαρακτήρων
Οι
ήρωες και οι ηρωίδες του Παπαδιαμάντη, πράγματι, αντί να δρουν, παραδίδονται
συχνά στις σκέψεις και τις αναμνήσεις τους, στοχάζονται για το παρόν και το
παρελθόν τους, αποκαλύπτοντας αόρατες ψυχικές διεργασίες που διαγράφουν μιαν
εσωτερική αλλαγή, αποτέλεσμα της σταδιακής τους συνειδητοποίησης και
αυτογνωσίας. Με την τεχνική αυτή το παπαδιαμαντικό διήγημα διαψεύδει τις
προσδοκίες για κίνηση μέσα στο χρόνο που δημιουργεί το ρεαλιστικό πεζoγράφημα,
υποχρεωμένο να αφηγηθεί μια ιστορία και. δίνει αντίθετα στον αναγνώστη την
εντύπωση μιας στοχαστικής στάσης, μέσα στον χρόνο, με την οποία, όπως ακριβώς
και στο λυρικό ποίημα, αποτυπώνεται ένα βίωμα ή αποκαλύπτεται μια ψυχική
κατάσταση.
Τη
στατικότητα τον διηγήματος ενισχύει και ο τρόπος παρoυσίασης του
σκηνικού με τις χαρακτηριστικές εκτενείς παπαδιαμαντικές περιγραφές που
αναστέλλουν τη δράση. Η λειτουργία των περιγραφών αυτών, στις οποίες
εκδηλώνεται με όλη της την ένταση η ποιητικότητα της παπαδιαμαντικής γλώσσας,
δεν περιορίζεται στη μετάδοση των αναγκαίων ρεαλιστικών πληροφοριών για το
περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν, κινούνται και. δρουν οι χαρακτήρες. Οι
περιγραφές επιτελούν και μια λειτουργία οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να
συλλάβει το βαθύτερο νόημα του διηγήματος. Αυτό γίνεται δυνατό κάθε φορά που
τόποι, τοπία ή εξωτερικές εικόνες, επειδή περιγράφονται με τρόπο αφαιρετικό ή
μεταφορικό που υπογραμμίζει την αναλογία τoυς με κάτι άλλο, ανάγονται τελικά σε
σύμβολα ποιητικά [ ... ].
Σε
άλλες περιπτώσεις πάλι μια εξωτερική εικόνα της φύσης περιγράφεται ρητά ή
υπαινικτικά με βάση την αναλογία προς την ψυχική κατάσταση του ήρωα, αποκτά
δηλαδή τη λειτουργία «αντικειμενικής συστοιχίας» που έδωσε στην εικονοποιία
τον ο Συμβολισμός.
(Ε. Πολίτoυ-Μαρμαρινού, ό.π., σσ 130-133,144-145.)
Τρόποι και Σημασία «Πρωτοπρόσωπων»
Αφηγήσεων


Το Εγώ αυτών των αφηγήσεων έχει διπλή
υπόσταση: είναι το Εγώ της ιστορίας και το Εγώ της αφήγησης που συνήθως
αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τον εαυτό που βιώνει και τον εαυτό που αφηγείται.
Οι δυο αυτές πλευρές του Εγώ χωρίζονται μεταξύ τους από ένα μεγαλύτερο ή
μικρότερο διάστημα χρόνου, την αφηγηματική απόσταση. Αυτό το διάστημα και η
ίδια η πράξη της αφήγήσης είναι δύο παράγοντες που θέτουν σε αμφισβήτηση την
ταυτότητα που η προσωπική αντωνυμία δημιουργεί μεταξύ τον Εγώ που βιώνει και
του Εγώ που αφηγείται. Αυτός που έζησε το παρελθόν και αυτός που το διηγείται.
είναι και δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτός που έζησε «είδε» τα γεγονότα
(αντιληπτική οπτική γωνία), ενώ αυτός που τα διηγείται δεν περιορίζεται στην
απλή αναμετάδοση της όρασης, αλλά επενδύει κάθε περιστατικό με κάποια
ιδεολογία(εννοιολογική οπτική γωνία).
Έτσι στην
αυτοδιηγητική αφήγηση η φωνή μπορεί ναι είναι μία, αφού δεν υπάρχει διαφορά
στην προσωπική αντωνυμία, αλλά υπάρχει ενδεχομένως διαφορά στην προοπτική
ανάμεσα στο Εγώ που αφηγείται, ιδιαίτερα όταν η αφηγηματική απόσταση είναι
μεγάλη.
Δεδομένου ότι
ο λόγος ανήκει στο Εγώ που αφηγείται το ερώτημα είναι ποιου την προοπτική
υιοθετεί η αφήγηση. Ο Genette υποστηρίζει ότι ο αυτοδιηγητικός αφηγητής
«πρέπει να σεβαστεί την εστίαση που καθορίζεται σε σχέση με την πληροφορία του
ως αφηγητή κι όχι σε σχέση με την παρελθοντική πληροφορία του ήρωα. Αυτό
σημαίνει ότι η αυτοδιηγητική αφήγηση είναι η περιοχή της εσωτερικής εστίασης
μέσω του αφηγητή. Τυχόν εναλλαγές στην εστίαση,που μπορεί να μη μείνει
αμετάβλητη σ' όλο το μήκος του κειμένου, συνιστoύν παραλήψεις (παρά-λαμβάνω)
και παραλείψεις (παρα-λείπω), αντίστοιχα. Στην περίπτωση του διηγήματος που μας
απασχολεί η παράληψη έγκειται στον εφοδιασμό μας με περισσότερες πληροφορίες,
ενώ ή παράλειψη στο περιορισμό του αφηγητή στα όρια του εαυτού του ως ήρωα.
(Γ. Φαρινου - Μαλαματάρη, Αφηγηματικές
Τεχνικές στον Παπαδιαμάντη)
Η Γλώσσα και το Ύφος του Παπαδιαμάντη
Ä Η περιγραφή
του γίνεται πάντα με τόση λεπτολογία. Θα 'λεγε κανείς, αληθινά, με τόση θρησκευτική
τυπικότητα! Πώς αγαπά, αλήθεια, να ενδιατρίβει στις περιγραφές τούτου του
νησιού, έστω και μόνος του, έστω κι αφού Ο αναγνώστης κάποτε κουρασθεί να τον
παρακολουθεί, αυτός τρυγώντας μόνο, κάπoιo εξαίσιο κοσμητικό επίθετο ή κάποια
παρομοίωση που μοσχοβολά συναίσθημα! Ζυμωμένος με την παράδοση ο
Παπαδιαμάντης, αγαπά την πρώτη και την πιο αισθητή της Παραδόσεως ρίζα, την
πατρίδα του. Την αγαπά και την κατοικεί και γι.' αυτό την εμφανίζει με τις
απέραντες περιγραφές που η μια δε συμπίπτει ποτέ με μιαν άλλη. Μέσα απ' την
ελάχιστη Σκιάθο, με τους δυο - τρεις όρμους και τα δύο μικρά ακρωτήρια, έβγαλε
εκατό τουλάχιστον διηγήματά του. Από δω αρχίζει η τέχνη του Παπαδιαμάντη κι'
εδώ περιορίζεται σχεδόν ο ρομαvτισμός του.
Αυτή ακριβώς η περιγραφή είναι το
πρώτο απ' τα ρομαντικά στοιχεία του Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης γίνεται
ρομαντικός, για να μη γίνει πραγματικός. Περνά, μαζί στην πραγματικότητα και
στο ρομαντισμό. Και μόνον έτσι, και μόνο σε τούτο θα μπoρoύσε βέβαια να γίνει
εκείνος ρομαvτικός. Γιατί μόνο ο ρομαvτισμός περιγράφει, κι' όποιος περιγράφει,
είναι ρομαvτικός. Στην περιγραφή υπάγεται -και φιλολογικός ρομαvτισμός είναι
και τούτο και η πιστότητα των διαλόγων του Παπαδιαμάντη. Κι' όχι μόνo τη φυσικότητα,
όχι μόνο τη δύναμη, όχι μόνο το τυπικό, μα ακόμα και το φωνητικό μέρος το
διασώζει ακέραιο. Και τούτο μαζί μ' όλους τους ξενισμούς, ή με τους παιδισμούς,
ή μ' ό,τι το ιδιότροπο, το πρωτότυπο - φθάνει να είναι πραγματικό.
(Τέλλος
Άγρας, «Πως βλέπουμε σήμερα τον Παπαδιαμάντη», [1936])
Ä Ο Παπαδιαμάντης
δεν έκαμε ποτέ στη γλώσσα το αποφασιστικό βήμα από την καθαρεύουσα προς τη
δημοτική όπως πολλοί άλλοι της γενιάς τoυ. Η καθαρεύουσα τoυ είναι όμως εντελώς
προσωπική και ιδιότυπη, ακόμα και ανόμοια. Συχνά λέγεται πως η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι επηρεασμένη
από τη βυζαντινή ή την Εκκλησιαστική γλώσσα. Στους διαλόγους του χρησιμοποιεί,
σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη, την ομιλουμένη λαϊκή γλώσσα, πολλές φορές και
με τους σκιαθίτικους ιδιωματισμούς. Υπάρχει και μιά άλλη γλώσσα για την
αφήγηση, με βάση βέβαια την καθαρεύουσα, μιά καθαρεύουσα όμως αρκετά χαλαρή
αλλά καθόλου ψυχρή, και με πρόσμειξη (όχι μόνο στο λεξιλ6γιο, αλλά και στο
τυπικό και στη σύνταξη) πολλών στοιχείων της δημοτικής, αυτό είναι ίσως το
πιο προσωπικό του ύφος.
(Λίνος Πολίτης, «Εισαγωγή στο Βαρδιάνο
στα Στόρκα"» [Aθ.Γαλαξίας].)
Ä Η λιτότητα δεν
είναι ζήτημα αριθμού χρωμάτων, σχημάτων ή λέξεων είναι ζήτημα καταλλήλου
χειρισμού, έτσι ώστε να δραστηριοποιείται ολόκληρο το δυναμικό της εκφραστικής και να
μπαίνει στην υπηρεσία του τεχνίτη χωρίς να δείχνει ότι ξεχειλίζει, ότι
περισσεύει, ότι αποτελεί ένα βάρος που θα μπορούσε ο τελευταίος να το αποφύγει,
κατά συνέπεια και ο δέκτης - ο θεατής ή αναγνώστης να μην το υποστεί. Δεν
υπάρχει άλλος Έλληνας συγγραφέας με
τέτοια εξουσία πάνω στη χρήση της γλώσσας που να ξέρει τα πράγματα με τα
ονόματά του, ακόμη και για λεπτομέρειες που δε θα φανταζόταν κανείς. Η
γλώσσα μας πριν απ' αυτόν δεν ήταν ίδια με τη μετά απ' αυτόν. Προτού τη γράψει
εκείνος η γλώσσα μας δεν είχε τα όσα έχει τώρα που εκείνος την έγραψε. Και δεν
είχαμε κι εμείς, μέσα στο μακρόκοσμο της γλώσσας μας, το μικρόκοσμο της γλώσσας
του Παπαδιαμάντη. Αβγάτισε η λαλιά μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου