Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Λέξεις και φράσεις από την Αγία Γραφή στην Ποντιακή διάλεκτο

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο από το περιοδικό Εστία (1957) μας απέστειλε ο Πρόεδρος του Συλλόγου Ποντίων Ξάνθης κ. Θόδωρος Ρωμανίδης. Αξίζει να το διαβάσουμε, να το μελετήσουμε και να το έχουμε στο αρχείο μας. Τον ευχαριστούμε πολύ και του ευχόμαστε Καλή Ανάσταση!

Πλησιάζοντας προς την μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης  θεώρησα σκόπιμο να αντιγράψω και να κοινοποιήσω το παρόν κείμενο. Στον Πόντο, με τις ελληνικές πόλεις και τα χωριά, τους Έλληνες και τους εξελληνισμένους κατοίκους του, οι Πατέρες της εκκλησίας βρήκαν πρόσφορο έδαφος και πολιτισμένα ήθη ώστε να κηρύξουν και να διαδώσουν το Ευαγγέλιο. Απομονωμένοι αιώνες ολάκερους από τον υπόλοιπο κορμό του Βυζαντινού κόσμου φύλαξαν και ενσωμάτωσαν στην καθομιλουμένη γλώσσα τους  λέξεις  του  Ιερού Ευαγγελίου, απαράλλακτες σχεδόν, όπως τις ακούγανε στην Εκκλησία. Η Ποντιακή διάλεκτος βρίσκεται ολόκορμη μέσα στην αρχαία μας γλώσσα.
Ας δούμε μερικές .
Άναλος, άναλον=ανάλατος, ανάλατο.
 «Νύφε, το φαϊν πολλά άναλον εποίκες α’»,  «Φέρον κι άλλο ζάχαρην, νύφε, το τσάϊ ολίγον άναλον ερρούξεν» έλεγαν οι γριούλες, ίσως για να κάνουν πνεύμα. «Χαθ’ απ’ατουκέσ’, ανάθεμα σε, άναλε», «Αναλος κι’ας σην Σιναλούν».
Η Αγ. Γραφή: «Καλόν το άλας. Εάν δε άλας άναλον  γένηται, εν τίνι αυτό αρτύσητε;» Μάρκος παρ.9  εδ  50.
Αλίζω, αλισμένον = αλατίζω, αλατισμένο.
«Το φαγίν βαρέα μ’ αλί’εις α», «θ’ αλίζ’ ατο».
Ματθαίος 5/13: « Εάν δε το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται;»
Αλυκόν, αλυκά – αλμυρό, αλμυρά.
«Θαγατέρα, το φαγι σ’ πολλά άλυκον ερρούξες α’. Εκάαν τα τζικάρα μ’», «Αλυκά χαψία έχετε ;- Γιοκ, οφέτος μελίπαστα εποίκαμ’ ατα»,«Βαρέα σ’ αλυκασέας μη κρούς, κόφ’ νε τη ματί το φώς»
Επιστολή Ιακώβου 3,12: «..ούτως ουδεμία πηγή αλυκόν και γλυκύ ποιήσαι ύδωρ (δύναται)».
Αφορίζω =θέτω κάποιον έξω από τον κύκλο της ανθρωπιάς, της τιμής, απομονώνω, εξωκκλησιάζω.
« Ναι παι, εσύ άνθρωπος κι θα ίνεσαι, α φτάς  με και αφορίζω σε»,« Χάσον ατόν τον σκύλλον, ατόν ο Δεσπότ’ς  εφώρτσεν ατόν»,«Ν’ αηλί εμάς γάρη. Το παιδίν εμούν να νόμον έχ να πίστ’, αφωρισμένον εξέβεν».
Με τον καιρό η λέξη «αφορισμένος» πήρε και τις έννοιες: ικανός, τετραπέρατος.
«Αφορισμένος, σκύλλ’ υιός εν ο γαμπρό μ’, όλα εβγαίνε ας’  σο χερ’ν  ατ’»,«Αφωρισμένος τραγωδάνος εν»
Η Γραφή: «Και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν τα πρόβατα από των εριφίων» Ματθαίος 25,32.
«Ότε δε ήλθον, υπέστελλε και αφώριζεν εαυτόν….», Παύλος προς Γαλάτας 2/12.
Δάρτι, γιάρτι, γιάρτικαν – προ ολίγου, τώρα δά
«Δάρτι εδήβεν απ’αδά μερεα», «Γιάρτι είδα το, ..»
« Γιάρτικαν έφαεν, κι’ ατόρα ξαν εγκ’ ώθει ψωμίν»
Ιωάννης 16/24: «Έως άρτι ούκ ητήσατο ουδέν» . «Ού με ίδητε απ’ άρτι» Ματθαίος 23/39.
Έθηκα, εθέκα = έβαλα, τοποθέτησα και θήκον –θέκον, αν θέκω, αθήκω
«Έστρωσεν και εθέκεν κα τα μωρά», «Θήκον κα την εντροπήν και σύρον ψαλάφα το δίκαιο σ’», «Το καθέναν το πράμαν, σον τόπον αθε θέκον ατο.»
Η Γραφή: «… ει συ εβάστασας αυτόν, ειπέ μοι που έθηκας αυτόν». Ιωάννης 20/15
Έγκα = έφερα (ήνεγκα) και εσέγκα, εξέγκαν
« Αχατοχας, έγκα τον (τον γαμπρό), για μ’ κι θέλετ’ ατον»,«Ναι παί, καλωσόρισες, το κιφάλι σ’ πα έγκες με τ’εσέν;»
Μάρκος 9/20: «Φέρετε αυτόν προς με και ήνεγκαν αυτόν προς αυτόν».
Εκάνεσα, εκάν’σα = κατόρθωσα, στάθηκα  ικανός αλλά και κανεί, κανείται =αρκεί, φτάνει.
«Αραεψείν –αραεψείν εσκοτώ’α και κ’ εκάν’σα  ευρήκω το βούδ’»,«Ναι παί , θέπεκα, ερήμαξες τον άνθρωπον, αρ’ κ’ εκανέθεν σε..».
«Και ικάνωσεν ημάς διακόνους καινής διαθήκης ου γράμματος, αλλά πνεύματος» Παύλος προς Κορινθίους .
Ένι, εν’ = είναι
«Το καλόν και το κακόν το ίδιον ‘κ ένι»,«Τα λόγια μεγάλα κ’εκείνο ένι αλυπόντον» (ανυπόδητος), «Άλλο έν’ ο φέγγον και άλλο ο ήλον», «Όλα τα ψύα έναν είναι»
Ιάκωβος 1/17: «…από του Πατρός των φώτων, παρ’ω  ουκ  Ένι παραλλαγή η τροπής αποσκίασμα».
Ιμνώ, κατιμνώ – ορκίζομαι, ομνύω, ομώνω.
Φαίνεται ότι ξέπεσε το αρχικό (Ο) και έμενε (‘μνύω) στον Δυτικό Πόντο. Αλλού έγινε ΙΜΝΩ.
«Ιμνεί και κατιμνεί, εγώ ‘κ εποίκα το λέει»,« Αρ μη τειρανί’ εις με, α φτάς με και Ιμνώ»,
«Ομνώ και κατορκίουμαι  σ’ομματόπα μ’ τα δύο, σο κρέμασμαν να φέρ΄νε με , εσέν κι παραδίω», « Μετά κ’ εσείς πα,  ιμνείτε και κατιμνείτε, τον όρκον άμοιν σουρβάν εποίκετ΄ατο», «Εποίκαν όρκον κι όμνυσμαν…»
Η Γραφή: «Ο ούν ομόσας εν τω θυσιαστηρίω, Ομνύει εν αυτώ και εν πάσι τοις επάνω αυτού» Ματθαίος 23/20. «Μη ομνύετε μήτε την γην μήτε άλλον τινά όρκον» Ιακώβου επιστολή 5/12
Κακάς, κακάσσα = άρρωστος, άρρωστη.
Ίσως από την φράση «οι κακώς έχοντες»
«Ο κακάς εσουν πως πάει;», «Η κάκασσα η Κανή», «Πως πάει ο Μήτον, ακόμαν κακά εν;»
«Αν κακαδεύω,  αβούτα τα μωρά μ’ τσι θα τερεί ατα;»
Ματθαίος 9/12: «…ου χρειάν έχουσιν, οι ισχύοντες, ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες».
Μειζέτερος, μειζότερος = τρανός, πρόκριτος.
«Ήνταν αποφασίζ’ νε οι μειζετέρ’», «Οι μειζότεροι έκατσαν σον Σύνοδον»
Η Γραφή: «Μειζοτέραν τούτων ουκ έχω χαράν….» Ιωάννου επιστολή Γ’ εδ.4
Ξαβουρεύω = ξομολογώ
«Δυνατός ξημολόγος εν, έναν  καλά ξαβουρεύ’ -ξάϊ μέρωτάς» , «Εγώ άμον ξαβούρεμαν γενεάν είπα σ’ατα. Αμαρτίαν –ξημολογίαν. Ατόρα εσύ πα όπως θέλτς ποίσον».
Δαβίδ –ψαλμός λα: «Εξαγορεύσω  κατ’εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω».
Πολλά = πολύ, πολλά.
« Παρακαλεί ατον πολλά, Θεού παρακαλίας», «Πολλά λαός επήεν ση Γιάσονος την Παναγϊαν». «Πολλοί Αρμενάντ εφουρκίαν οψεκέσ’», « Εσύ κ’ εξαίρτς, το ταβίζ’ α μη τερείς,, πολλά αγαπώ  ατο – τα΄αφώτιστον».
Μάρκος 5.23: « Και παρεκάλει αυτόν πολλά». Και 3,12 : «Και πολλά επετίμα αυτοίς».
Ρούζω =πέφτω, ρίχνω καταγής
«Αετσ’ πως ερρούξεν, άλλο να σκούται κ’εν», «Ναίπαι, μη φογάσαι,ντος,  ρούξον ατόν κα». «Είδα τον, πολλά ρουγμένος εν’ σην είαν ατ’».
Η Γραφή: « ¨Όπου αν καταλάβη ρήσσει αυτόν και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού» Μάρκος, 9,12.
Σκοτία = σκοτάδι, σκοτίδα.
«Σκοτία –πίλαση έτον», « Την ευλοϊα σ’ Δέσποινη, της νυχτός σκοτία, την ημέρα πα΄σκοτίαν, κανείς κ ‘ εμοιάζ’ μας, να σαν εμάς». ( Ευτράπελη προσφώνηση προς γυναίκα άσχημη και μαύρη). Αντίθετα: « Φως ποίσον», λάμψε με τα κάλλη σου.
Ιωάννης 6.17: «Σκοτία ήδη εγέγονει και ουκ εληλύθει προς αυτούς Ιησούς».
Φωτίζω, φωτίσια, αφώτιγον, νεοφώτιστον =βαπτίζω, βαφτίσια, αβάπτιστο, νεοβάπτιστο
« Άξιον το νεοφώτιστον, να ζεί», «Τα φωτίσια τη μωρί πότε θα γίνταν», «Ακόμα αφώτιγον εν’το κορτσόπον;», «Πολλά αφώτιστος παιδάς εν, τα μυτία ατ’ και τα σιτία τ’ παίζβε. ¨Ηνταν λες ατον, αμάν παιρ’ α σον καρπόν ατ’».
Κατά την βάπτιση: «Εδικαιώθης, εφωτίσθης, εβαπτίσθης», «Αλλά, συ Δέσποτα άγιε, ανάδειξον το ύδωρ τούτο εις φωτισμόν ψυχών…».
Ωτίν, ωτία =αυτί , αυτιά.
«Εγέρασεν και ξαν  τ’ωτία τ’ς άμον ώρας δουλεύνε»,  «Σκυλλ’ κουτάβ’ εν, τ’ωτία θε πα ελέπνε», Το δεξόν τ’ωτί σ’ αν ξάφτ – καυχιζ’νε σε, το ζερβόν αν ξαφτ’ κατακλαίνε σε».
Ματθαίος 26/51: Και πατάξας τον δούλον του Αρχιερέως, αφείλεν αυτού το ωτίον»
Άραθα –μάραθα (αφτάγ’ ατον)= θα τον κάνω άνω-κάτω, θα τον συντρίψω, θα τον εξοντώσω.
Είναι η εβραϊκή φράση, «μαραν - αθά». Παύλου προς Κορινθίους Ε’. «Ει  τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα, μάραν –αθά» 16,22.
Από το νυ η αποτονύ = από τώρα και στο εξής.
«Αρ’ εγώ το έρρουζε με είπα σε, αποτονύ ήνταν θελτς ποίσον», «Εσύ αέτς κ’εποίκες με ; Αποτονύ άλλο κανάν κι πιστεύω»”. «Συχώρα με, αποτονύ ήνταν λές με θα φτάω, άλλο ας ‘ σην βουλή σ’ κ’εβγαίνω».
Πρόκειται για την φράση της ευχής «..από του νυν και έως του αιώνος».
Βάφτω το ψωμίν (σο ζωμίν, σο γάλαν…) = βουτώ το ψωμί.
«Τ’ευλογημένον το χαψοζώμ’, βάψον –βάψον το ψωμίν, φα – γόμωσον την κοιλία σ’».
Ιωάννης 13/26 «Εκείνος έστιν ω εγώ βάψας το ψωμίον επιδώσω».
Εβγάλλω τ’όνομαν… = βγάζω τ’ όνομα…κακοφημίζω.
«Μ΄εβγάλλετε τη κοριτσί τ’όνομα, αμαρτίαν έν’». «Αδικα και παράβουλα έβγαλαν τ’ όνομαν τη παιδά».
Λουκάς 6,22: «Μακάριοι έστε, όταν μισήσωσιν υμάς και… εκβάλωσι το όνομα υμών ως πονηρόν…».
Ευδία εν’ = κάνει καλωσύνη (ο καιρός), απανεμιά, γλυκό καιρό
«Οσήμερο ευδία εν. Πάμε σο ρασίν;» Η Γραφή: «…οψίας γενομένης λέγετε Ευδία πυρράζει γαρ ο ουρανός..» Ματθαίος 16/2.
Εί (η) το όνομα Κυρίου = Θεέ μου, βοήθα.
«Ει το όνομα Κυρίου, μη φογούστουν παιδία, σύρτε το κωπίδ’ θα ευρήκομε το λιμάν».
Αρχή της ευχής « Είη το όνομα Κυρίου…».
Επείπα το η επείπατο = το ξελέω, το ξείπα, δεν το ξαναλέω, το απαρνούμαι.
«Επείπατο πέει, α βάλλ’ πιπέρ’ σην γλώσσα σ’», «Επείπατο, άλλο κι’ λέγ’ α , μητέρα».
Παύλου προς Κορινθίους Β-4,2. «Δια τούτο… απειπάμεθα τα κρυπτά της αισχύνης, μη περιπατούντες εν πανουργία…».
Εξ όλιας καρδίας = με την ψυχή μου..
«Εξ όλιας καρδίας λεγ’ατο, εμέν την ορφανέσσαν ποίος κλαινίζ’ να κλαίει η ψη ατ’», « Εξ όλιας καρδίας παρακαλώ σε Θε’ μ’ δος ατον την είαν ατ’ και το καλόν την καρδίαν ατ’».
Μάρκος 12/30: « ..και αγαπήσας Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου…».
Η τιμή τον τιμημένον = η τιμή σε κείνον που κάνει έργα τιμής.
«Είδες ; Έρθεν ο αφέντα μ’ ο Χατζη –Γιώργης ας σο Πουλανζάκ, και όλ’ αν’ επήραν ατον. Η τιμή τον τιμημένον, πουλί μ’ αέτσ’ έν».
Ματθαίος 27/9 : «Και έλαβαν τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του τετιμημένου…».
Να σαν (εμέν, εσάς, την μάνναν’ ατ)= Χαρά σε μένα, ποιος τη χάρη σας, δόξα στην μάννα του.
«Όλον η ζωή ατ’ς καλωσύνην εν, να σαν την ψήν ατ’ς», Ευλογημένον, ευχής παιδίν, να σαν τη μάνναν π’ εποίκεν α», και ειρωνικά « Να σαν εμάς, αμον εμάς πα ποίος εν…».
Είναι το πασίγνωστο διθυραμβικό της Γραφής «Ωσαννά τω υιώ Δαυίδ..».
Προς ώρας = για την ώρα, κατά την ώρα, προς το παρόν.
«Α πάτε σην γιαϊλέν; -Προς ώρας σκοπόν κ’ έχομε», «Προς ώρας πορεύκουμες, ύστερα πα οίδεν ο Θεός».
Παύλος προς Φιλήμονα, εδ 15: «Τάχα γαρ δια τούτο εχωρίσθη προς ώραν, ίνα αιώνιον αυτόν απέχης…».
Χώμαν φα και μηλαλείς, χώμα θα τρώτε και κι θα λαλείτε η χώμαν θα έτρωγα και κι θα ελά’ να.
Παραλλαγή της φράσης «χουν λέίξουσι»= θα πέσουν μπρούμυτα, με τα χείλη στο χώμα ώσπου να περάσει ο κίνδυνος η θα πέσουν επίστομα, νεκροί στο χώμα.
Δαβιδ Ψαλμός 71: «Και οι εχθροί αυτού χουν λείξουσιν».
Ωδίνα σην ψήν ατ’ = Χαλασμός, αντάρα στο κεφάλι του.
« Ερήμαξεν κ’ εκόλτσεν το τζάκι μ’ τη σκύλλ’ ο γυιόν. Ωδίνα σην ψήν ατ’».
Μάρκος 13/8: « … και έσονται λιμοί και ταραχαί, αρχαί ωδίνων ταύτα».
Αγκαλώ = καλώ σε δίκη, καταγγέλω, κατηγορώ.
«Μίαν κ’εν, δύο κ’ εν, πάντα κλαινίζ’ ατον σην λογαρίαν καικά. Επήεν εγκάλεσεν ατον, να ευρήκ’ το δίκαιον ατ’», « Άχρεια λόγια λες ατουκά, α πάω αγκαλώ σε ας σην μητέρα σ’»
Παύλος προς Ρωμαίους 8/33: «Τις εγκαλέσει κατά εκλεκτών Θεού;  Θεός ο δικαιών».
Ευλαβίσκουμαι, ευλαβίστα = κάνω, έκανα πράξη ευλάβειας.
«Ενούντσα, επενούντσα, έφτυσα τον δάβολον, ευλαβίστα κ’ επήγα σα ποδάρ’ ατς εψαλάφεσα συγχώρησιν», «Είπαμε απ’ αδά, είπαμε απ’ εκεί, ευλαβίστεν ο παιδάς κ’ εκλώστεν επήρεν την ορφανέσσαν».
Πάυλος προς Εβραίους 11/7: «Πίστει χρηματισθείς Νώε περί των μηδέπω βλεπομένων ευλαβηθείς κατεσκεύασε κιβωτόν εις σωτηρία του οίκου αυτού».
Θαλλύνω, εθάλλυνα =κάνω, έκαμα με επιμελημένη καλλιέργεια το δενδρί να φέρει κλωνάρια ζωηρά, λουλούδια , κτλ (μεταφορικά :  με τις  φροντίδες  μου  μεγαλώνω το παιδί μου  σε σωματική ανάπτυξη, ακμή…)
«Ετράνυμα κ’ εθάλλυνα κι’ α διγ’ ατεν τον ξένον»,
Προς Φιλιππησίους 4/10: «Εχάρην δε εν Κυρίω μεγάλως ότι ήδη ποτέ ανεθάλετε το υπέρ εμού φρονείν¨».
Κι, ού, ούτς= δεν
«Κι θέλ’ ατον, κι παιρ’ ατον, κυλίξτ’ ατον κι’ ας έρται», «Σύντεκνε κι α έρχουσνε, αμα ας τ’ ερθες, καθ’ κα ας τρώγομε», « Ού θέλω, ούτς έρχομαι».
Παύλος προς Κορινθίους Α 9/1. «Ούκ ειμί ελέυθερος;», «Ουχί  Ιησούν Χριστόν ημών εώρακα;».
Μεγαλύνω = αναδείχνω, εξυψώνω, ανωτερίζω.
«Λελεύω τη ψην σ’ αοίκον παιδίν. Πολλά άξιον εξέβεν. Είδες, εμεγάλυνεν τη κυρού ατ’ τ’ όνομαν».
 Λουκάς 1/46: «Και είπε Μαριάμ. Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον».
Τ’ εμόν, τ’ εμά, τ’ εσόν, τ’ εσά = ο δικός μου, τα δικά μου, το δικό σου, τα δικά σου
«Τ’ εμόν ο κυρ’ και τ’ εσόν η μάννα αδελφοπαίδα είναι», «Τ ‘ εμά τ’ εσά και τ’ εσά τ’ εμά, θα πορεύκουμεσ’, ξάϊ μη φοάσαι». (το σον στην ποντιακή έγινε τα’ εσόν…)
Ιωάννης 17/10: «Τα εμά πάντα σα εστί και τα σα εμά», « Ο λόγος ον ακούετε ουκ εστίν εμός»14/24, «Ο λόγος ο σος η αλήθεια εστίν»17/17.
Τ’ εμέτερον, τ’ εμετέρ’, τ’εσέτερον, τ’ εσέτερα= το δικό μου, οι δικοί μας, το δικά σας, τα δικά σας.
«Ηχή, τ’ εμέτερα και τ΄εσέτερα τα κορίτσα ους να σκών’ νε τα’ έναν το ποδάρ’, τ’ άλλο τρώει α ο λύκον», «Εσύ λες, και τ΄εμέτερον η Παλάσσσα πέραν βρέχ’»,.
Πράξεις Αποστόλων2/11 : «…ακούομεν λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού».
Πηγή :Περιοδικό Εστία (1957), Ι. Σάλτσης.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου