Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ: Ο Θρακιώτης Ποιητής και Πεζογράφος

Γράφει η Άννα Λασχαρίδου φιλόλογος


Γεννημένος το 1949 στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης  (αρχαία ελληνική πόλη της Ανατολικής Θράκης - σήμερα βρίσκεται στην Τουρκία  και ονομάζεται Vize) καταγόμενος από οικογένεια πολύτεκνη και ορφανός, πολύ νωρίς, από πατέρα κατόρθωσε στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια να λάβει την κατάλληλη αγωγή και την απαιτούμενη παιδεία. Μαθητευόμενος πλάι σε φωτισμένες προσωπικότητες (μετά το θάνατο του πατέρα του έφυγε στην Κύπρο  υπό την προστασία του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου Β΄, αργότερα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης με δάσκαλο και συμπαραστάτη του τον θεολόγο και ποιητή Ηλία Τανταλίδη) κατόρθωσε από πολύ νωρίς να διακριθεί τόσο στο χώρο της ποίησης (βραβεύτηκε στο Βουτσιναίο διαγωνισμό για το επικολυρικό ποίημά του «Κόρδος»)όσο και της πεζογραφίας.

Αναφορικά με την τελευταία η ιδιαίτερη γραφή του αποτελεί ακόμη και σήμερα μοναδικό δείγμα. Κι αυτό επειδή  στο λογοτεχνικό έργο του συναντώνται στοιχεία της Φαναριώτικης παράδοσης με στοιχεία ηθογραφίας και ψυχογραφικής διείσδυσης, καθώς επίσης επιδράσεις από τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Οι καρποί της συνύπαρξης αυτής ωριμάζουν στο πέρασμα του χρόνου και καθιστούν το περιεχόμενο των έργων του έντονα διαχρονικό. Ο Βιζυηνός αντλεί το πεζογραφικό υλικό του κυρίως από την σύγχρονή του αλλά και από τη δική του ζωή. Και τους ήρωες τους διαλέγει από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον• κι ακριβώς μέσα από την αντικειμενική τους διάσταση προβάλλουν «μυθιστορηματικοί» πλεγμένοι στα παιχνίδια της μοίρας και της ζωής.

Το αφηγηματικό του υλικό, πλούσιο σε λαογραφικά στοιχεία της Θράκης, αντικατοπτρίζει τη ζωή μιας εποχής που μαγεύει τον αναγνώστη κάνοντας τον να  συμμετέχει ενεργά με το νου και την ψυχή του στα δρώμενα. Κι όλα αυτά σε μια γλώσσα μεικτή, σχεδόν ιδιάζουσα• ένα συμπίλημα καθαρεύουσας, δημοτικής αλλά και θρακικής ιδιωματικής, διατυπωμένη σε αφήγηση πρωτοπρόσωπη -καινοτομία για την εποχή- και κοσμημένη με τη λαϊκή παράδοση και τη θρησκευτική ευλάβεια των γνήσιων ανθρώπων της επαρχίας.

Συγκλονίζει η δραματική του μεγαλοφυΐα. Κατά τον μεγάλο ιστορικό και συγγραφέα μας Σπύρο Μελά, τα διηγήματα του Βιζυηνού έχουν δυο βασικά χαρακτηριστικά της κλασικής δραματουργίας. «Την ακούσια και ανεπίγνωστη ενοχή του ήρωα, το μοιραίο έγκλημα και το σπαραγμό της καθυστερημένης πάντα κι ανώφελης θυσίας».

Ενδεικτικά αναφέρεται το «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Η μητέρα του συγγραφέα βιώνει ένα βαθιά εσωτερικό δράμα. Παρότι φτωχή και ενώ έχει να αναθρέψει τόσα αγόρια, έχοντας χάσει ένα κορίτσι από άγνωστη ασθένεια, επιμένει να υιοθετήσει φυσικά κι άλλα κορίτσια. Το ένα θα την εγκαταλείψει, το δεύτερο θα την ταλαιπωρήσει. Πάραυτα η μητέρα επιμένει. Τα αδέλφια του, αλλά και ο συγγραφέας απορούν για αυτήν την μανία της μητέρας, αντιλαμβάνονται ότι κάτι γίνεται, μα δεν θέλουν να την πληγώσουν και δείχνουν κατανόηση στη μανία της. Έρχεται ωστόσο από την ίδια η στιγμή της αποκάλυψης. Κάποτε η μητέρα γυρίζοντας από ένα γάμο με τον πατέρα του συγγραφέα, αποκοιμήθηκε βαριά, καθώς βύζαινε την μοναχοκόρη της και στον ύπνο της την πλάκωσε. Απόκτησε και πάλι μια κόρη, αλλά ο θεός – κατά τη γνώμη της- θέλησε να την εκδικηθεί και την έχασε και αυτή. Έτσι αποτάθηκε με προτροπή του Γιωργή (του ίδιου δηλαδή του συγγραφέα) στον Πατριάρχη στην Πόλη για να ζητήσει συγχώρεση. Ο ιεράρχης την συγχώρησε. Μα τι αξία όμως μπορεί να έχει αυτή η συγχώρεση; Ο ιεράρχης δεν απέκτησε ποτέ παιδί. Πως μπορεί λοιπόν να καταλάβει το αμάρτημά της ; Η τελευταία αυτή φράση του διηγήματος (που, όπως επισημαίνουν οι κριτικοί, αποτελεί «ένα σπάνιο εύρημα») ο Βιζυηνός κορυφώνει την τραγικότητα του δράματος, αλλά και την ψυχογραφία της θεοφοβούμενης μητέρας, «που σέρνει σε όλη της τη ζωή το φάντασμα του πεθαμένου παιδιού της!»


Χρήσιμες συνδέσεις                                                                         


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου